Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Με ένα ενδιαφέρον άρθρο που δημοσιεύτηκε στο ladylike.gr, η Ναταλί Σαϊτάκη περιγράφει το πώς είναι να αποχαιρετάς την επί 7 χρόνια “σύζυγό” σου, που λέγεται δουλειά.
«Παραιτήθηκα τη δεύτερη μέρα του περασμένου Σεπτέμβρη. Δεν έχει σημασία ποια ήταν η δουλειά μου. Η 30ή Σεπτεμβρίου ήταν η τελευταία εργάσιμη μέρα μου σε έναν χώρο όπου δούλευα για 7 συνεχόμενα χρόνια, επί πολλές ώρες καθημερινά και, συχνά, τα σαββατοκύριακα. Η απόφαση αυτή γύριζε στο μυαλό μου επί σχεδόν ενάμιση χρόνο. Είχα δώσει ευκαιρίες στον εαυτό μου να συμπαθήσει ξανά το αντικείμενο εργασίας. Είχα δώσει ευκαιρίες και στο αντικείμενο εργασίας, μήπως και προέκυπτε στο πλαίσιό του κάτι που θα με εξίταρε.
Τίποτα δε δούλεψε. Κι αφού δε δούλεψε τίποτα, κι όλα μπλέχτηκαν άσχημα, είπα να σταματήσω κι εγώ να δουλεύω.
Η παραίτηση ως διαδικασία είναι αρκετά πολύπλοκη. Πρέπει να τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητές σου, να σκεφτείς τι μπορεί να αντιμετωπίσει αυτός που θα σε αντικαταστήσει, ώστε να τον διευκολύνεις με τις οδηγίες σου, να συνεννοηθείς με τον προϊστάμενό σου για οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, να αφήσεις γραπτά ενημερωτικά σημειώματα για ό,τι χειριζόσουν και, βέβαια, να μαζέψεις όλα σου τα υπάρχοντα σε δυο σακούλες. Όλα αυτά έγιναν.
Κι ύστερα ξημέρωσε η 1 Οκτωβρίου, χωρίς να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Άνοιξα τα μάτια μου κι ήταν 9:30. Έφτιαξα καφέ κι όπως ήμουν με τις πιτζάμες έβαλα να δω ένα επεισόδιο σειράς. Το ένα επεισόδιο έγινε τέσσερα. Το μεσημέρι μαγείρεψα, έφαγα, κοιμήθηκα ξανά. Είδα ακόμα δυο επεισόδια. Το βράδυ δε θυμάμαι τι έκανα. Μπορεί να πήγα για ποτό, μπορεί να είδα κι άλλα επεισόδια κι απλώς να έπεσα για ύπνο νωρίς. Αυτό συνεχίστηκε για μια βδομάδα περίπου. Ένιωθα ότι βρισκόμουν στη μέση μιας άδειας, που δε θυμόμουν πότε είχε αρχίσει και δε μπορούσα να προσδιορίσω πότε θα τελείωνε. Το πρώτο σαββατοκύριακο ήταν πολύ δύσκολο. Αλλού πατούσα, αλλού βρισκόμουν. Δεν ξεχώριζα τις μέρες. Ενώ ήθελα απεγνωσμένα να φύγω από τη δουλειά αυτή και είχα σοβαρούς λόγους για να το πράξω.
Κι όμως, είχαν δημιουργηθεί μέσα μου δυο κουτιά που άνοιγαν εναλλάξ: ένα κενό κι ένα με μαύρα συναισθήματα.
Όταν ήταν ανοιχτό το κενό κουτί, έκλεινα το τηλέφωνό μου, για να μη μιλήσω με κανέναν κι ύστερα είτε έκλεινα τα μάτια μου, είτε έτριβα το νεροχύτη με μανία, είτε έβαζα πλυντήρια. Για λίγο. Κι ύστερα άνοιγε το κουτί με τα μαύρα συναισθήματα κι έκλαιγα καθιστή στον καναπέ.
Η «απεξάρτηση»
Αισθανόμουν σα να βρισκόμουν σε διαδικασία απεξάρτησης, χωρίς να έχω προσδιορίσει ποια ακριβώς ήταν η εξάρτησή μου.Μόνο το γεγονός ότι είχα καταφέρει να απεγκλωβιστώ από μια κατάσταση που με δυσκόλευε πάρα πολύ, δε μου είχε φέρει τη χαρά που περίμενα. Νόμιζα ότι θα επέστρεφα σπίτι και αμέσως θα καταπιανόμουν με ό,τι ανέβαλλα να κάνω τόσο καιρό (ναι, 7 χρόνια), διότι το πρόβλημα της έλλειψης χρόνου είχε πλέον εξαλειφθεί. Νόμιζα ότι αμέσως θα συνέχιζα να γράφω το βιβλίο μου (που έχει καταντήσει το γεφύρι της Άρτας), ότι θα έβλεπα συνέχεια τους φίλους μου, θα διάβαζα τα βιβλία που έχω στοκάρει εδώ και πολύ καιρό, θα παρακολουθούσα τις ταινίες που έχω στη watchlist μου, θα έκανα όλες τις δουλειές του σπιτιού στην ώρα τους.Όχι. Μέσα στις τρεις πρώτες εβδομάδες δε συνέβη τίποτα απ’ όλα αυτά. Απλώς τα κουτιά μέσα μου ανοιγόκλειναν κατά βούλησή τους. Το μόνο που κατάφερα, ήταν να είμαι πιο ξεκούραστη, αφού κοιμόμουν παραπάνω ώρες συγκριτικά με όσο δούλευα.
Η ζωή μιας «άλλης»
Μέσα σε όλη αυτή την αίσθηση ότι παρακολουθώ τη ζωή κάποιας άλλης και ότι δεν ζω εγώ όλες αυτές τις στιγμές, ευχάριστες, δυσάρεστες ή ουδέτερες, άρχισα να σκέφτομαι και κάτι πάρα πολύ βασικό. Το οποίο φυσικά και είχα συνυπολογίσει πριν πάρω την απόφασή μου. Τα λεφτά. Τα «μπικικίνια». Πόσο καιρό θα μπορούσα να βρίσκομαι σ’ αυτή την κατάσταση της «απεξάρτησης», της «ανάρρωσης» στο σπίτι, δεδομένου πως, σχεδόν ό,τι είχα αποταμιεύσει ως την 30ή Σεπτεμβρίου θα πήγαινε πολύ σύντομα υπέρ πίστεως και πατρίδος (δηλαδή στην εφορία και τους λογαριασμούς);
Ποτέ δεν έκανα «μεγάλη ζωή». Οπότε, δε θα μου έλειπε αυτό, τα ταξίδια, τα άπειρα ψώνια, οι ακριβές έξοδοι. Έπρεπε, όμως, να ξεκινήσω άμεσα την ανασύνταξη του εαυτού μου. Διότι κάποια στιγμή θα ξεκινούσα να ζητάω λεφτά από τους γονείς μου και θα ντρεπόμουν γι’ αυτό. Στο ενδιάμεσο, έπρεπε να έχω βρει τα «πατήματά» μου.
Άλλα θέλω κι άλλα κάνω
Άλλο, λοιπόν, περίμενα, κι άλλο μου βγήκε. Περίμενα την ανακούφιση, το χωρίς τύψεις κατέβασμα των ρολών για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, την εξαφάνιση του στρες και την ηρεμία. Αντί γι’ αυτά, ακροβατούσα ανάμεσα στο κενό και τα αρνητικά συναισθήματα. Και σε όσο χρόνο περίσσευε, υποδυόμουν τον επικριτικό/ανακριτικό αστυνομικό του εαυτού μου, επαναλαμβάνοντας διαρκώς: «Εσύ τι κάνεις τώρα; Τίποτα δεν κάνεις».Το συζήτησα με αρκετό κόσμο. Τους φάνηκε φυσιολογικό: ήταν η πρώτη φορά μετά το σχολείο που δεν είχα κανένα πρόγραμμα. Σχεδόν καμία σταθερά. Η ζωή μου έπρεπε να διαμορφωθεί από την αρχή. Και μάλιστα, με βάση τις επιθυμίες μου και με τους λιγότερους δυνατούς συμβιβασμούς. Πρόκειται για μια δύσκολη πίστα. Θεωρούσα ότι δε μπορώ να μου κάνω αυτή την τεράστια χάρη και να μείνω αδρανής, χωρίς άγχος, αλλά ταυτόχρονα και λειτουργική.
Τα στάδια προς την αυτογνωσία
Την τελευταία βδομάδα, μετά από πολλές κουβέντες, πολλά επεισόδια σειρών και πολλούς καφέδες, το μυαλό μου άρχισε να καθαρίζει.
Τι πάει να πει «παραίτηση»; Ότι δεν ήσουν φτιαγμένη για τη δουλειά που άφησες. Ή ότι δε σε άφησαν να την κάνεις όπως μπορούσες. Ότι προσπάθησες, και μάλιστα πολύ, αλλά δεν υπήρξε ευνοϊκό αποτέλεσμα.
Πέρα από αυτά, σημαίνει και κάτι άλλο: ότι έχεις δικαίωμα να αφεθείς στην καθημερινότητα, χωρίς αυτή να σε καταπιεί, αλλά και χωρίς να έχεις τύψεις που μπορείς να καθίσεις στο σπίτι σου. Εφόσον έχεις στήριγμα για κάποιο χρονικό διάστημα, εκμεταλλεύσου το. Ζήσε κάθε στιγμή, ακόμα και τις άσχημες, για να ξέρεις πώς είναι η ολοκλήρωση ενός κύκλου. Πέρνα, ει δυνατόν χωρίς φόβο, τα στάδια του θυμού (γιατί δεν έφευγα τόσον καιρό, γιατί τώρα να έχω μείνει ταπί), της άρνησης (δηλαδή τώρα για ποιο λόγο δεν κάνω τίποτα) και της κατάθλιψης (μάλλον είμαι άχρηστη για τα πάντα).Έλα σε επαφή με τα συναισθήματά σου, όπως ξεκίνησα να κάνω κι εγώ, αν και φοβόμουν πως θα φτάσω στο σημείο να σπάω πράγματα. Για τα λάθη μου, για όσα έκανα και πήγαν στράφι, για τις κατά καιρούς επιλογές μου. Και τι έγινε δηλαδή αν σπάσεις μερικά πιάτα; Καλύτερα να σπας υλικά αντικείμενα, παρά τον εαυτό σου.
Η ζωή μετά την παραίτηση ξεκινάει σαν ένας μικρός θάνατος, τον οποίο είσαι αναγκασμένη να βιώνεις με γενναιότητα. Κλείνει ένας κύκλος. Χωρίς, όμως, ο επόμενος να ανοίγει αμέσως. Εκεί στο ενδιάμεσο χρονικό κενό θα χάσεις τη μπάλα. Αν το θέλεις πραγματικά, θα κάνεις ένα μικρό βήμα τη φορά και με το χρόνο θα εντοπίσεις τι θέλεις και τι δεν θέλεις. Θα σταματήσεις να αισθάνεσαι θεατής στην ίδια σου τη ζωή.
Ποτέ δεν τα κάνουμε όλα ταυτόχρονα. Ένα βήμα τη φορά, μια απόφαση κάθε μέρα, μια προσθήκη στην καθημερινότητα. Χωρίς ζόρι. Αφήνεις πίσω, πολύ πίσω τα παλιά, κρατάς το απόσταγμά τους και κάθε πρωί που ξυπνάς σκέφτεσαι ότι η σημαντικότερη λέξη δεν είναι το «σήμερα». Είναι το «τώρα».Και κάπως έτσι, αν παραμείνεις χαλαρά συγκεντρωμένη στο χτίσιμο της ζωής σου, θα φτάσεις και στο «αύριο». Στο λέει μια προσφάτως παραιτηθείσα, που στην τέταρτη εβδομάδα ανεργίας, μετά από όλα τα παραπάνω, βρίσκεται ήδη με ένα (νοητό) τούβλο στο αριστερό χέρι κι ένα (εξίσου νοητό) μυστρί στο δεξί.
Categories:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Subscribe to RSS Feed Follow me on Twitter!