Του Γιάννη Κ. Καρούζου, Δικηγόρου- Εργατολόγου
Σε εξέχον ζήτημα της επικαιρότητας στη χώρα – και δικαίως – έχει
εξελιχθεί ο περιορισμός της κίνησης κεφαλαίων (capital controls) που
βρίσκονται σε πάσης φύσεως καταθετικούς λογαριασμούς στις ελληνικές
τράπεζες. Ως περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων ορίζεται η νομοθετική ή
de facto πρακτική με την οποία παρεμποδίζεται η ομαλή και ανεμπόδιστη
κίνηση των κεφαλαίων που έχουν κατατεθεί σε λογαριασμούς που τηρούνται
σε πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου για την αποτροπή του επικείμενου
κινδύνου του απόλυτου εξανεμισμού της κεφαλαιακής ρευστότητας των
τραπεζών.
Οι ανωτέρω περιορισμοί, που επιβλήθηκαν με Πράξη Νομοθετικού
Περιεχομένου, είχαν ως συνέπεια την πρόκληση διαφόρων φύσεων προβλημάτων
(πέραν όλων των άλλων και) στον τομέα της εργασίας. Τα προβλήματα αυτά
προκλήθηκαν είτε εν μέρει δικαιολογημένα, λόγω της δεινής οικονομικής
κατάστασης των επιχειρήσεων, που επιτάθηκε λόγω του περιορισμού της
ρευστότητας στο ελάχιστο, είτε παντελώς αδικαιολόγητα, λόγω του
γεγονότος, ότι οι ανωτέρω περιορισμοί αποτέλεσαν αντικείμενο
εκμετάλλευσης από εργοδότες, προκειμένου για την καταστρατήγηση των
εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Έτσι παρουσιάστηκαν τα
πρώτα φαινόμενα επιβολής αναγκαστικής εργασιακής αργίας («υποχρεωτικής
αργίας»), αλλά και εντάθηκαν φαινόμενα που προϋπήρχαν, όπως η θέση
εργαζομένων σε διαθεσιμότητα ή εκ περιτροπής εργασία, αλλά και η
καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών.
Επ’ αυτών των ζητημάτων θα πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις:
1) Είναι σαφές και απόλυτα ξεκάθαρο από το σύνολο
των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, ότι απαγορεύεται η επιβολή
υποχρεωτικής αργίας στους εργαζόμενους. Μία τέτοια ενέργεια εκ μέρους
του εργοδότη αποτελεί παραβίαση των ορίων του διευθυντικού του
δικαιώματος, καθώς συνεπάγεται τον εξαναγκασμό του εργαζομένου σε
παραίτηση. Επιτρεπτή είναι μόνο η μετατροπή του καθεστώτος της σύμβασης
εργασίας, από αυτό της πλήρους απασχόλησης, σε αυτό της
μερικής απασχόλησης ή της εκ περιτροπής εργασίας, καθώς και η θέση σε
διαθεσιμότητα, με την καταβολή του 50% των αποδοχών, πάντοτε βέβαια με
την τήρηση των διατυπώσεων που θέτουν οι διατάξεις της εργατικής
νομοθεσίας για κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις. Σύννομη θεωρείται
επίσης, η χορήγηση άδειας μετ' αποδοχών, εφόσον βέβαια αυτό γίνει με την
αποδοχή του εργαζόμενου, ειδικά στην παρούσα χρονική περίοδο που ούτως ή
άλλως θα χορηγούνταν άδειες για τις καλοκαιρινές διακοπές των
εργαζομένων.
2) Σε κάθε περίπτωση δεν είναι επιτρεπτή η
καθυστέρηση στην καταβολή, πολλώ δε μάλλον η μη καταβολή, των
δεδουλευμένων αποδοχών των εργαζομένων. Η καταβολή αυτών αποτελεί το
υπέρτατο δικαίωμα των εργαζομένων που επουδενί πρέπει να
καταστρατηγείται.
3) Το ίδιο ισχύει και για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών που απαιτούνται για την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων.
4) Λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία
πράγματι έχουν περιέλθει πολλοί εργοδότες, είναι βέβαιο ότι η προστασία
της επιχειρηματικότητας και συνεπεία αυτής και η διασφάλιση των
συμφερόντων των εργαζομένων, σαφώς επιβάλλουν την επίδειξη σχετικής
επιείκειας από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς κατά την επιβολή διοικητικών
προστίμων σε εργοδότες για τη μη τήρηση διατάξεων της εργατικής
και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Και αυτό διότι, σε περίπτωση που δεν
τηρείται το ανάλογο μέτρο (κυρίως για εισπρακτικούς σκοπούς του
Δημοσίου), η επιβολή υπέρογκων προστίμων αντί να κατατείνει στη
διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αποβαίνει σε βάρος τους,
καθώς αποστερεί ικανό μέρος της ρευστότητας του εργοδότη.
Συμπερασματικά θα μπορούσε να αναφερθεί, ότι ακόμα και σε περιόδους
ιδιαιτέρως δύσκολες, ως και αυτή που διανύουμε, θα πρέπει να τηρούνται
οι υποχρεώσεις εκ μέρους των εργοδοτών, προκειμένου να μην παραβιάζονται
τα δικαιώματα των εργαζομένων. Θα πρέπει δε να καταβληθεί μεγάλη
προσπάθεια και από τις δύο πλευρές, αλλά και οι ανάλογοι χειρισμοί από
το κράτος και τους αρμόδιους φορείς, προκειμένου αφενός οι εργαζόμενοι
να προστατευθούν, αφετέρου να διασωθεί η όποια υγιής επιχειρηματικότητα.
http://www.fpress.gr