Ακρωτηρίαζε γενετικά όργανα, δολοφόνησε πάνω από 50 ανθρώπους, αντλούσε ηδονή από τις κραυγές των θυμάτων, και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στη σεξουαλική ζωή του. Ο Αντρέι Τσικατίλο, ή αλλιώς «Χασάπης του Ροστόφ», ήταν ο άνθρωπος που μαχαίρωνε δίχως έλεος δεκάδες άτομα στη Σοβιετική Ένωση.
Η ζωή του επικίνδυνου κακοποιού έρχεται ξανά στο φως μέσα από την ταινία «Child 44» του Ντανιέλ Εσπινόζα.
Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, η σεξουαλική ανικανότητά του και οι απορρίψεις, ήταν για πολλούς οι βασικές αιτίες της βάναυσης συμπεριφοράς του Αντρέι Τσικατίλο που δολοφόνησε 53 ανθρώπους μέσα σε 12 χρόνια, από το 1978 μέχρι το 1990. Η εγκληματική δράση του έλαβε χώρα σε αρκετές περιοχές της Ρωσίας, στην Ουκρανία και το Ουζμπεκιστάν.
Οι ηλικίες των θυμάτων του κυμαίνονταν από 9 μέχρι 45 ετών, με τα πιο ευάλωτα άτομα να είναι στην προτίμησή του. Εξαιτίας του κόμπλεξ κατωτερότητας που έτρεφε, συχνά επέλεγε να ασελγεί σε βάρος μαθητών, με την πεποίθηση ότι είναι τα «εύκολα θύματα».
To πρώτο θύμα και η τσιχλόφουσκαΠρώτο του θύμα ήταν ένα εννιάχρονο κορίτσι το Δεκέμβριο του 1978. Ο Τσικατίλο παραπλάνησε τη Γιελένα Ζακοτνόβα με το «δόλωμα» της τσιχλόφουσκας. Το είδος αυτό για τη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του ’70 ήταν μια σπάνια απόλαυση, οπότε η Γιελένα ενθουσιάστηκε, ακολούθησε τον Τσικατίλο και βρήκε μοιραίο τέλος. Την οδήγησε στο σπίτι που είχε αγοράσει κρυφά από την οικογένειά του. Απέτυχε να την κακοποιήσει σεξουαλικά και τη μαχαίρωσε στα γενετικά της όργανα. Το πτώμα της, το οποίο πέταξε σε έναν ποταμό, βρέθηκε μετά από δύο ημέρες, ο Τσικατίλο όμως δεν συνελήφθη, και για πάνω από δέκα χρόνια δρούσε ανενόχλητος.
Αντλούσε ηδονή από τις κραυγές που έβγαζαν τα θύματά του λίγο πριν αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Ακρωτηρίαζε τα γενετικά τους όργανα, έκοβε στήθη, μήτρες και μαχαίρωνε χωρίς έλεος. Εξαιτίας των περιορισμών στα μέσα ενημέρωσης και του φόβου του καθεστώτος για αποκάλυψη εγκλημάτων, η ώρα της σύλληψης άργησε να έρθει. Οι φήμες οργίαζαν και οι άσχετοι ύποπτοι ήταν το μόνο απτό αποτέλεσμα.
Ο Τσικατίλο είχε ένοχο παρελθόν και πριν από τους φόνους του. Οι Αρχές δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στην παρενόχληση σε βάρος των μαθητών του, όσο ο ίδιος ήταν καθηγητής φιλολογίας. Δεν έχαιρε της εκτίμησης των μαθητών του, αφού δεν του έδιναν την απαραίτητη προσοχή και μάλιστα κάπνιζαν στην τάξη. Αυτό ήταν ένα ακόμα πλήγμα για τον Τσικατίλο, ο οποίος περνούσε και από τους ανήλικες απαρατήρητος.
Πολλά από τα θύματά του τα γνώριζε σε σταθμούς, μια που οι μετακινήσεις από πόλη σε πόλη ήταν συχνές στη σκοτεινή πραγματικότητα του Τσικατίλο. Η εικόνα που έβγαζε προς τα έξω απείχε πολύ από την κατάσταση που βίωνε μέσα του. Έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου με ομαλή ζωή. Καθηγητής, οικογενειάρχης και πιστό μέλος του κομμουνιστικού κόμματος.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνιαΤα παιδικά του, όμως, χρόνια ήταν ταραχώδη και συνοδεύονταν από αρκετές δυσάρεστες αναμνήσεις. Γεννήθηκε το 1936 στην Ουκρανία, ήρθε αντιμέτωπος με αδυσώπητες συνθήκες φτώχειας, ναζισμού και κανιβαλισμού. Τα σημάδια της βίας είχαν αφήσει φανερά το στίγμα τους στη ψυχολογία του Τσικατίλο. Λέγεται ότι γερμανοί στρατιώτες βίασαν τη μητέρα του μπροστά στα μάτια του.
Εκείνο όμως που έδωσε «γροθιά» στη ψυχολογία του, του κόλλησε την ταμπέλα του δειλού και άνοιξε ένα κύκλο σχολικού bullying, ήταν η εκούσια παράδοση του πατέρα του στους Γερμανούς. Ο Τσικατίλο δέχτηκε επιθέσεις για την κίνηση του πατέρα του, ήρθε όμως αντιμέτωπος με άλλο ένα σκληρό συμβάν, όταν η μητέρα του του είπε ότι ο αδερφός του είχε πέσει θύμα κανιβαλισμού.
Ντροπαλός από φύση, η μοναδική σεξουαλική εμπειρία που είχε ως έφηβος ήταν όταν κατά τη διάρκεια πάλης με ένα κορίτσι εκσπερμάτισε αμέσως επάνω της. Η εμπειρία αυτή αποτέλεσε ένα ακόμη τραύμα για τον Τσικατίλο, αφού έγινε αποδέκτης προσβλητικών πειραγμάτων από συμμαθητές του.
Η αποτυχία του να περάσει στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας επηρέασε ακόμη περισσότερο την ήδη ταραγμένη ψυχολογία του.
Στην πορεία παντρεύτηκε, όμως, μία φίλη της αδερφής του. Ο γάμος τους όμως ήταν προβληματικός, καθώς η σύζυγός του καταλάβει γρήγορα το σεξουαλικό του πρόβλημα. Κατάφεραν ωστόσο να κανούν μαζί παιδιά.
Η σύλληψηΜετά από τραυματικές εμπειρίες και δολοφονίες, ο Τσικατίλο συνελήφθη για πρώτη φορά στις 6 Νοεμβρίου 1990, όταν αστυνομικός παρατήρησε έναν άνδρα με παπούτσια που είχαν κηλίδες αίματος. Δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε η δίκη του. Οι γονείς των θυμάτων ήταν συντετριμμένοι και εξοργισμένοι, ενώ ο Τσικατίλο υιοθετούσε τη συμπεριφορά φρενοβλαβή στο δικαστήριο.
Έβγαζε τα ρούχα του, φώναζε, έχανε τον έλεγχο, εξαπέλυε μύδρους ενάντια στην οικογένειά του και στο κομμουνιστικό καθεστώς. Συνέδεε μάλιστα την εγκληματική του συμπεριφορά με τα βιώματα και την πολιτική του Στάλιν. Πολλοί ήταν όμως εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι όλα αυτά ήταν θέατρο και πως ο Τσικατίλο προσπαθούσε να «γλιτώσει» με τρέλα.
Ήταν δύσκολο να λύσει κανείς το γρίφο και να καταλάβει εάν οι πράξεις του ήταν απόρροια τρέλας ή έγιναν συνειδητά.
Ο αμερικανός καθηγητής εγκληματολογίας, Τζακ Λέβιν, είχε υποστηρίξει ότι ήταν περισσότερο κακός παρά τρελός.
Σύμφωνα, πάντως, με τον συνταγματάρχη Βίκτορ Μπουράκοφ που είχε ερευνήσει την υπόθεση, ο Τσικατίλο ήταν πολύ άρρωστος, δεν είχε επίγνωση του τι έκανε.
Κατηγορήθηκε για 53 φόνους, ενώ στάθηκε αδύνατη η στοιχειοθέτηση της ανάμειξής του σε άλλες 56 δολοφονίες. Εκτελέστηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1994 με μία σφαίρα στο κεφάλι.
in.gr