Την απομυθοποίηση για το εάν υπάρχει γυναικείος και ανδρικός εγκέφαλος επιχειρεί ένα νέο βιβλίο «Ο έμφυλος εγκέφαλος: Η νέα νευροεπιστήμη που διαλύει το μύθο του γυναικείου εγκεφάλου» (εκδ. The Bodley Hand, 2019) της γνωσιακής νευροεπιστήμονα Τζίνα Ρίπον, καθηγήτριας του βρετανικού Πανεπιστημίου ‘Αστον του Μπέρμιγχαμ.
Το βασικό μήνυμά της, που το παρουσίασε και με άρθρο της στη βρετανική «Τέλεγκραφ», είναι ότι «ένας έμφυλος κόσμος θα παράγει έναν έμφυλο εγκέφαλο».
Το βιβλίο ξεκινά με τον Γάλλο κοινωνικό ψυχολόγο Γκιστάβ Λε Μπον, ο οποίος το 1895 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν τις κατώτερες μορφές της ανθρώπινης εξέλιξης και… είναι πιο κοντά στα παιδιά και στους άγριους παρά στον ενήλικο πολιτισμένο άνδρα». Και καταλήγει με το «μανιφέστο» του συντηρητικού μηχανικού της Google Τζέιμς Ντέιμορ, ο οποίος το 2017 υποστήριξε πως «είναι βιολογικές οι αιτίες» που υπάρχει έλλειψη γυναικών στον κόσμο της τεχνολογίας και γενικότερα σε ηγετικές θέσεις.
Η Ρίπον επισημαίνει ότι στην εποχή μας τα επιχειρήματα για την «κατωτερότητα» των γυναικών κρύβονται πίσω από την αναζήτηση επιστημονικών αποδείξεων για την υποτιθέμενη διαφορετικότητα του γυναικείου εγκεφάλου και με ποιο τρόπο αυτός είναι συμπληρωματικός του ανδρικού. Έτσι, δεν ακούει κανείς πια ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο έξυπνες από τους άνδρες, αλλά ότι είναι διαφορετικές, επειδή ο γυναικείος εγκέφαλος είναι νευρωνικά «καλωδιωμένος» έτσι ώστε να ευνοεί την έκφραση συναισθημάτων, την ενσυναίσθηση, τη συμπόνια και τη διαίσθηση. Ενώ, από την άλλη, η «καλωδίωση» του ανδρικού εγκεφάλου ευνοεί τον ορθολογισμό και την πρακτική δράση.
Κατά καιρούς εμφανίζονται έρευνες, συνήθως με λειτουργική μαγνητική απεικόνιση (fMRI), που δείχνουν ότι άνδρες και γυναίκες έχουν διαφορές στις διασυνδέσεις των νευρώνων τους. Χαρακτηριστική είναι μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια του 2014, που έτυχε μεγάλης διεθνούς προβολής, σύμφωνα με την οποία στο γυναικείο εγκέφαλο οι νευρωνικές «καλωδιώσεις» είναι κυρίως ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια, ενώ στον ανδρικό κυρίως στο εσωτερικό καθενός ημισφαιρίου.
Η Ρίπον επισημαίνει πως τέτοιου είδους έρευνες – τις οποίες χαρακτηρίζει «νευροσκουπίδια» – παραλείπουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των διασυνδέσεων ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα είναι όμοια και στα δύο φύλα.
Αν όμως είναι αλήθεια πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στον εγκέφαλο των δύο φύλων, τότε πώς εξηγούνται οι υπαρκτές διαφορές συμπεριφοράς και ενδιαφερόντων ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες; Η Ρίπον επιμένει ότι η αιτία είναι η ισχυρή επίδραση που έχει ο έμφυλος κόσμος πάνω στον εγκέφαλο. Όπως λέει, ενώ στα νεογέννητα ο εγκέφαλος εμφανίζει ελάχιστες διαφορές ανάμεσα στα αγόρια και στα κορίτσια, στη συνέχεια ο εγκέφαλος λειτουργεί σαν «σφουγγάρι» που απορροφά όλα τα κοινωνικά στερεότυπα (π.χ. μπλε για το αγόρι και ροζ για το κορίτσι).
Με αυτή τη λογική, όπως υποστηρίζει, εξηγείται γιατί τελικά δυσκολεύονται οι γυναίκες να σταδιοδρομήσουν στο πεδίο της επιστήμης-τεχνολογίας και να αναλάβουν ηγετικές θέσεις σε εταιρείες και οργανισμούς. Ένα ταλαντούχο αγόρι θεωρείται κάτι σαν «μεγαλοφυΐα εκ γενετής», ενώ ένα εξίσου ταλαντούχο κορίτσι συνήθως ως «δουλευταρού» – μία διάκριση που υπόγεια συνοδεύει τα δύο φύλα έως προχωρημένη ηλικία.
Κάπως έτσι, κατά τη Ρίπον, μέσα από μια ανατροφοδοτούμενη διαδικασία διαφορετικών προσδοκιών, αυτοπεποίθησης και διάθεσης για ανάληψη κινδύνων, άνδρες και γυναίκες ακολουθούν διαφορετικές πορείες ζωής, κάτι που αντανακλάται και στον εγκέφαλό τους
Ο αντίλογος
Όμως αρκετοί νευροεπιστήμονες θεωρούν ακραία τη θέση της Ρίπον, επειδή ουσιαστικά αρνείται στη νευροβιολογία κάθε ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση των διαφορών στον εγκέφαλο των δύο φύλων. Εκείνη αντιτείνει ότι δεν αρνείται τον ρόλο της βιολογίας, αλλά επιμένει ότι μερικοί συνάδελφοί της «φουσκώνουν» τη βιολογική επίδραση, ενώ η ίδια επιμένει ότι οι διαφορετικές κοινωνικές εμπειρίες των δύο φύλων είναι αυτές που εξηγούν κυρίως τις αλλαγές στον εγκέφαλο μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Ανάμεσα στα πιο γνωστά διεθνώς βιβλία που αναδεικνύουν τις εγκεφαλικές διαφορές ανδρών- γυναικών, είναι τα «Γιατί οι άνδρες δεν ακούνε και οι γυναίκες δεν μπορούν να διαβάσουν χάρτες: Πώς είμαστε διαφορετικοί» (2004) των ‘Αλαν και Μπάρμπαρα Πίιζ, «Φύλο του εγκεφάλου: η πραγματική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών» (2015) των Αν Μόιρ και Ντέηβιντ Τζέσελ, «Ο θηλυκός εγκέφαλος» (2006) και «Ο ανδρικός εγκέφαλος» (2010) της Λουάν Μπριζεντίν και «Η ουσιώδης διαφορά: ‘Ανδρες, γυναίκες και ο ακραίος αρσενικός εγκέφαλος» (2004) του Σάιμον Μπάρον-Κόεν.
Ο τελευταίος, διακεκριμένος καθηγητής αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, από τους γνωστότερους ειδικούς σε θέματα αυτισμού διεθνώς, άσκησε έντονη κριτική στο τελευταίο βιβλίο της Ρίπον. Με πρόσφατο άρθρο του στους «Τάιμς του Λονδίνου», την κατηγορεί πως η βασική θέση της -ότι δεν υπάρχουν εγγενείς διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα- είναι ακραία.
Σύμφωνα με τον Μπάρον-Κόεν, η Ρίπον σκιαμαχεί, αφού κανένας σοβαρός επιστήμονας δεν υποστηρίζει ότι υπάρχει κάτι στον ανδρικό εγκέφαλο που λείπει τελείως στον γυναικείο ή το αντίστροφο. Όμως, όταν συγκρίνουμε πολλούς ανδρικούς με πολλούς γυναικείους εγκεφάλους, τότε είναι σαφές ότι ο μέσος ανδρικός εγκέφαλος εμφανίζει διαφορές από τον μέσο γυναικείο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το ύψος: υπάρχουν ψηλές γυναίκες και κοντοί άνδρες, αλλά οι άνδρες είναι κατά μέσο όρο μερικά εκατοστά ψηλότεροι από τις γυναίκες.
Μια έρευνα του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ το 2018, η μεγαλύτερη πάνω στις διαφορές φύλου, με τη συμμετοχή άνω των 500.000 ανθρώπων, δείχνει ότι κατά μέσο όρο οι γυναίκες εμφανίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό (40%) ενσυναίσθηση και κατανόηση του άλλου έναντι των ανδρών (23,9%), ενώ οι άνδρες σε μεγαλύτερο ποσοστό (40,2%), έναντι των γυναικών (25,6%), δείχνουν ενδιαφέρον για την κατανόηση των συστημάτων, των μηχανών, των αριθμών κ.α.
Ο Σάιμον Μπάρον-Κόεν αρνείται το κεντρικό επιχείρημα περί νευροσεξισμού, ότι δηλαδή οι εγκέφαλοι των δύο φύλων είναι ουσιαστικά ίδιοι κατά τη γέννηση, αλλά αλλάζουν αργότερα, καθώς εκτίθενται σε σεξιστικά στερεότυπα, άρα η βιολογία παίζει μηδαμινό ρόλο. Τονίζει ότι, όπως έδειξε έρευνα νευροαπεικόνισης σε 5.216 ενηλίκους το 2018, ο μέσος ανδρικός εγκέφαλος είναι μεγαλύτερος σε συνολικό όγκο, σε όγκο φαιάς ουσίας και σε όγκο λευκής ουσίας.
Διαφορές όγκου ανάμεσα στα δύο φύλα υπάρχουν σε ζωτικές περιοχές όπως ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή, αν και παραδέχεται το επιχείρημα της Ρίπον ότι αυτές μπορεί να έχουν προκληθεί από τη διαβίωση σε ένα έμφυλο περιβάλλον, που επιδρά διαφορετικά στον εγκέφαλο. Επίσης παραθέτει παλαιότερη μελέτη του 1997, μετά από νεκροψία σε 94 εγκεφάλους, η οποία είχε βρει ότι οι άνδρες έχουν κατά μέσο όρο 16% περισσότερους νευρώνες στον εγκεφαλικό φλοιό τους (22,8 δισεκατομμύρια έναντι 19,3 δισεκατομμυρίων στις γυναίκες), κάτι που όμως πάλι θα μπορούσε να αποδοθεί στην επίδραση της κουλτούρας και όχι στη νευροβιολογία.
Αλλά το 2018 επιστήμονες είχαν βρει ότι κατά τη γέννηση ο ενδοκρανιακός όγκος είναι κατά μέσο όρο 6% μεγαλύτερος στα αγόρια, τα οποία επίσης έχουν περισσότερους νευρώνες στο φλοιό τους από ό,τι τα νεογέννητα κορίτσια, κάτι που, κατά τον Μπάρον-Κόεν, υποσκάπτει τη θέση της Ρίπον. Ακόμη, υπάρχουν και άλλες διαφορές στα νεογέννητα, όσον αφορά την εγκεφαλική ανατομία τους, π.χ. η περιοχή του εγκεφάλου που εμπλέκεται στην αισθητηριακή επεξεργασία, ιδίως στην ακοή, είναι μεγαλύτερη στα αγόρια, ενώ αυτή που ελέγχει το σχεδιασμό και τον αυτοέλεγχο είναι μεγαλύτερη στα κορίτσια.
Επίσης έρευνα του 2001, από την ερευνητική ομάδα του Μπάρον-Κόεν, σε 24 νεογέννητα ηλικίας μόλις 24 ωρών, έδειξε ότι όταν τους δειχθεί η εικόνα ενός προσώπου και ενός αντικειμένου, τα περισσότερα αγόρια κοιτάζουν το αντικείμενο για περισσότερη ώρα, ενώ τα περισσότερα κορίτσια «κολλάνε» στο πρόσωπο. «Με ηλικία μόνο 24 ωρών, αυτά τα μωρά δεν είναι δυνατό να έχουν επηρεαστεί από πολιτισμικές προσδοκίες για το τι πρέπει να ενδιαφέρει τα αγόρια ή τα κορίτσια», αναφέρει ο Βρετανός ψυχολόγος. Η Ρίπον επιτίθεται σε αυτό ακριβώς το πείραμα, μεταξύ άλλων λέγοντας ότι δεν έχει επαναληφθεί και επιβεβαιωθεί (πράγματι κανείς επιστήμονας δεν έχει επιχειρήσει έκτοτε κάτι ανάλογο).
Ακόμη, ο Μπάρον-Κόεν επισημαίνει ότι ήδη σε προγεννητικό επίπεδο, τα έμβρυα παράγουν διαφορετικές ορμόνες (π.χ. διπλάσια τεστοστερόνη τα αγόρια), πράγμα που επηρεάζει τον εγκέφαλο των δύο φύλων διαφορετικά, πολύ πριν τις πολιτισμικές και κοινωνικές επιδράσεις. Εν ολίγοις, όπως λέει, οι περισσότεροι βιολόγοι και νευροεπιστήμονες σήμερα δέχονται ότι η προγεννητική βιολογία και η κουλτούρα μετά τον τοκετό συνδυάζονται για να εξηγήσουν τις διαφορές του μέσου ανδρικού από τον μέσο γυναικείο εγκέφαλο.
Αντίθετα, κατακρίνει τη θέση της Ρίπον, που ουσιαστικά εξαλείφει τη βιολογική επίδραση, ως ακραία μονομερή. Ίσως αυτό συμβαίνει, κατά τον Μπάρον-Κόεν, επειδή η Ρίπον είναι «παιδί της δεκαετίας του ΄60» και προτιμά να πιστεύει ότι αφού όλες οι διαφορές ανάγονται στην κουλτούρα, τελικά μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία για να την κάνουμε πιο ίση.