η στιγµή που η ελληνική κυβέρνηση διστάζει να καταδικάσει τα
εγκλήµατα των ολοκληρωτικών καθεστώτων του παρελθόντος, τρεις νεαρές
γυναίκες, η Χαϊόνσιο Λι, η Ζιου-Γιον Τσόι και η Γεόνµι Παρκ, που έζησαν
τον µεγάλο λιµό και τη φρίκη στη Βόρεια Κορέα µοιράζονται τις δικές τους ανατριχιαστικές ιστορίες από τη χώρα των Κιµ.
«Βαθιά µέσα µου ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ωστόσο εµείς οι Βορειοκορεάτες έχουµε εξειδικευτεί στο να λέµε ψέματα ακόµα και στον εαυτό µας. Ηταν φυσιολογικό να βλέπεις πτώµατα να επιπλέουν στο ποτάµι ή πεταµένα στις χωµατερές, νορµάλ να προσπερνάς έναν άγνωστο που εκλιπαρεί για βοήθεια», λέει η Γεόνµι Παρκ.
Η Χαϊόνσιο Λι είδε την πρώτη της εκτέλεση στη χώρα του Κιμ Γιονγκ Ουν στην ηλικία των εφτά ετών, ενώ η Ζιου-Γιον Τσόι μισούσε το γεγονός ότι ακόµη και τα ρούχα που φορούσαν, έπρεπε να τα εγκρίνει η κυβέρνηση, η οποία είχε απαγορεύσει τα έντονα χρώµατα.
Η Χαϊόνσιο Λι κρατώντας το βιβλίο της, ελεύθερη πια
Γεννηµένη το 1980, η Λι κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν έζησε τον µεγάλο λιµό της Βόρειας Κορέας, µε την κυβέρνηση να δίνει προτεραιότητα στη σίτιση του Στρατού αφήνοντας παιδιά να πεθαίνουν. Φυγαδεύτηκε στην Κίνα το 1997 και δέκα δύσκολα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νότια Κορέα, όπου ζει σήµερα µε τον Αµερικανό σύζυγό της. Η οµιλία της στο TED έχει πάνω από 4 εκατοµµύρια views στο YouTube. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «The Girl With Seven Names: a North Korean Defector’s Story» (εκδ. Harper Collins), απ’ όπου το παρακάτω απόσπασµα:
«Από το ∆ηµοτικό είναι υποχρεωτικό να παρακολουθούµε δηµόσιες εκτελέσεις. Για να εξασφαλίσουν µεγάλο πλήθος θεατών, συχνά κλείνουν τα εργοστάσια και στέλνουν εκεί τους εργάτες. Πάντα προσπαθούσα να τις αποφεύγω, αλλά τη συγκεκριµένη εκτέλεση ήθελα να τη δω γιατί ήξερα έναν από τους άνδρες που θα σκότωναν. Πολλοί άνθρωποι στην πόλη µου τον ήξεραν. Μπορεί να σκέφτεσαι ότι η δηµόσια εκτέλεση ενός γνωστού σου είναι το τελευταίο πράγµα που θέλεις να δεις, όµως στην πραγµατικότητα το αντίθετο συνέβαινε: ο κόσµος έβρισκε δικαιολογίες για να µην πάει στην εκτέλεση ενός αγνώστου, ενώ αν γνώριζαν προσωπικά το θύµα το θεωρούσαν υποχρέωσή τους να είναι εκεί – περίπου όπως θα πήγαιναν σε µια κηδεία.
Ηταν 20άρης, µε οικονοµική άνεση και δηµοφιλής στα κορίτσια. Το έγκληµά του ήταν ότι βοηθούσε ανθρώπους που ήθελαν να αυτοµολήσουν στην Κίνα και ότι πουλούσε απαγορευµένα αγαθά. Βέβαια το αληθινό του παράπτωµα ήταν ότι συνέχιζε την παράνοµη δραστηριότητά του κατά την περίοδο πένθους που είχε επιβληθεί στη χώρα µετά τον θάνατο του ηγέτη Κιµ Ιλ Σουνγκ (σ.σ. απεβίωσε το 1994) .
Θα τον πυροβολούσαν µαζί µε άλλους τρεις στο Αεροδρόµιο Hyesan, έναν συνήθη χώρο εκτελέσεων. Τους έφεραν µε φορτηγάκι µπροστά σε ένα µεγάλο πλήθος που περίµενε στην ανυπόφορη ζέστη. Μια οµάδα αστυνοµικών έσυρε τον νεαρό στην εξέδρα, οι µύτες των ποδιών του διέγραφαν το χώµα και φαινόταν πεθαµένος ήδη. Εδεσαν τους µελλοθάνατους σε έναν στύλο, ξεκίνησαν µια “δίκη του λαού” µε συνοπτικές διαδικασίες και ο δικαστής ρώτησε τα θύµατα αν είχαν κάποια τελευταία επιθυµία, ερώτηση στην οποία δεν περίµενε καµία απάντηση, καθώς οι άνδρες είχαν φιµωθεί, µε το στόµα τους γεµάτο πέτρες, µην τυχόν και βλαστηµήσουν το καθεστώς πεθαίνοντας.
Τρεις σκοπευτές πήραν θέση. Ο θόρυβος έσκισε τον ξηρό αέρα, έπεσαν τρεις πυροβολισµοί: ο πρώτος στο κεφάλι, ο δεύτερος στο στήθος, ο τρίτος στο στοµάχι. Το κεφάλι του αγοριού από τη γειτονιά µου εξερράγη, αφήνοντας έναν λεπτό ροζ καπνό. Η οικογένειά του είχε αναγκαστεί να βλέπει.
Λίγες µέρες αργότερα είδα για πρώτη φορά τι σηµαίνει πείνα. Στην αγορά έξω από έναν σταθµό τραίνου στο Hyesan, µια γυναίκα καθόταν στο χώµα αγκαλιά µε το µωρό της. Ηταν χλωµοί, αποστεωµένοι και ντυµένοι µε κουρέλια. Το πρόσωπο και τα µαλλιά της γυναίκας ήταν σκεπασµένα µε βρωµιά. Φαινόταν άρρωστη. Ο κόσµος τούς προσπερνούσε σαν να ήταν αόρατοι.
Εγώ όµως δεν µπορούσα να τους αγνοήσω. Αφησα ένα χαρτονόµισµα των 100 γουόν στην ποδιά του µωρού. Σκέφτηκα ότι ήταν ανώφελο να το δώσω στη µητέρα. Τα µάτια της ήταν θολά, το βλέµµα της δεν εστίαζε πουθενά. ∆εν µε έβλεπε. Υπέθεσα ότι θα πέθαινε. Τα χρήµατα θα τους εξασφάλιζαν φαγητό για µερικές ηµέρες.
“Εσωσα ένα µωρό σήµερα”, είπα στη µητέρα µου όταν γύρισα σπίτι. “Τι εννοείς;” της είπα τι έκανα και γύρισε έξαλλη. “Είσαι χαζή; Πώς µπορεί ένα µωρό να αγοράσει οτιδήποτε; Τώρα κάποιος κλέφτης θα έχει πάρει λεφτά από εκεί. Επρεπε να τους αγοράσεις φαγητό”. Είχε δίκιο και ένιωσα ένοχη».
H Γεόνμι Παρκ και το εξώφυλλο του βιβλίου της
«Βαθιά µέσα µου ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ωστόσο εµείς οι Βορειοκορεάτες έχουµε εξειδικευτεί στο να λέµε ψέµατα ακόµα και στον εαυτό µας. Tα παγωµένα µωρά που οι υποσιτισµένες µητέρες εγκατέλειπαν στα σοκάκια δεν ταίριαζαν στην κοσµοθεωρία µου. Εποµένως δεν µπορούσα να επεξεργαστώ αυτό που εξελισσόταν µπροστά στα µάτια µου. Ηταν φυσιολογικό να βλέπεις πτώµατα να επιπλέουν στο ποτάµι ή πεταµένα στις χωµατερές, νορµάλ να προσπερνάς έναν άγνωστο που εκλιπαρεί για βοήθεια. Οι Βορειοκορεάτες ανατρέφονται ακούγοντας ότι ο υπόλοιπος πλανήτης είναι ένα ανίερο, αηδιαστικό, επικίνδυνο µέρος. Χειρότερο όλων είναι η Νότια Κορέα, ένας ανθρώπινος βόθρος, τίποτα περισσότερο από µία εξαθλιωµένη αποικία των Αµερικανών µπάσταρδων που όλοι µαθαίναµε να µισούµε και να φοβόµαστε.
Την κρύα νύχτα της 31ης Μαρτίου του 2007, η µητέρα µου κι εγώ κατηφορίσαµε την απότοµη, βραχώδη όχθη του παγωµένου ποταµού Γιάλου, που χωρίζει τη Βόρειο Κορέα από την Κίνα. Υπήρχαν περιπολίες πίσω µας και µπροστά µας και φύλακες κάθε 100 µέτρα έτοιµοι να πυροβολήσουν όποιον επιχειρήσει να περάσει τα σύνορα. Ηµουν 13 ετών και ζύγιζα µόλις 27 κιλά.
Περάσαµε απέναντι, αλλά δεν υπήρχε χρόνος να ξεκουραστούµε. Είχαµε καταφέρει να ξεφύγουµε από τους Βορειοκορεάτες στρατιώτες αλλά οι κινεζικές περιπολίες θα µπορούσαν να µας εντοπίσουν ανά πάσα στιγµή και να µας στείλουν πίσω. Ο οδηγός µάς είπε να συνεχίσουµε να κινούµαστε στην παγωµένη όχθη και τον ακολουθήσαµε µέχρι µια σκοτεινή παράγκα. Εκεί µας περίµενε ένας φαλακρός, βαρύς άνδρας. Ο οδηγός έµεινε µαζί µου, ενώ ο διακινητής τράβηξε τη µητέρα µου πιο πέρα. Την άκουσα να φωνάζει, να τον ικετεύει και µετά κάτι απαίσιους ήχους που δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά. ∆εν έµαθα τι είχε γίνει παρά µόνο πολύ αργότερα: ο διακινητής είπε στη µητέρα µου ότι ήθελε να κάνει σεξ µαζί µου. Εκείνη του είπε ψέµατα ότι είµαι άρρωστη, ότι δήθεν έχω εγχειριστεί πρόσφατα και υπάρχει κίνδυνος να σπάσουν τα ράµµατα, αλλά ούτε αυτό φαινόταν να τον σταµατάει. Οταν η µητέρα µου άρχισε να φωνάζει “Οχι! ∆εν µπορείς να το κάνεις» εκείνος απείλησε ότι θα µας στείλει πίσω αν κάνουµε φασαρία. “∆εν θα κάνουµε καµία φασαρία. Πάρε εµένα αντί για το παιδί”, του είπε ήρεµα η µητέρα µου. Την έσπρωξε σε µια βρώµικη κουβέρτα στο έδαφος και τη βίασε.
Λίγο αργότερα φάνηκε ένα αυτοκίνητο και µπήκαµε όλοι µέσα. Ενιωθα ότι κάτι κακό είχε συµβεί αλλά δεν καταλάβαινα. “Τι έγινε;”, ρώτησα τη µαµά µου. “Τίποτα, µην ανησυχείς”, µε καθησύχασε αλλά η φωνή της έτρεµε. Καθώς δεν ήµουν συνηθισµένη να ταξιδεύω µε αυτοκίνητο, µε έπιασε ναυτία. Η µητέρα µου µε έβαλε να ξαπλώσω στα πόδια της και µου κρατούσε σφιχτά τα χέρια αλλά όταν πήραµε τη στροφή ανηφορίζοντας µου είπε να σηκωθώ να κοιτάξω: από το παράθυρο φαίνονταν τα σκοτεινά κτίρια στην όχθη της Βόρειας Κορέας. “Κοίτα, Γεόνµι. Αυτή µπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις το σπίτι σου”».
«Ξεκίνησα να βλέπω νοτιοκορέατικα σίριαλ όταν ήµουν 11 χρονών. Ο θείος µου έφερνε παράνοµα τις βιντεοκασέτες από την Κίνα. Αυτές έγιναν το αρχικό µου κίνητρο να αποδράσω. Μου έκανε εντύπωση που όλοι στη Νότια Κορέα ταξίδευαν χωρίς κανένα πρόβληµα, καθώς στη δική µου χώρα τα ταξίδια δεν ήταν για τους απλούς πολίτες. Θυµάµαι µια ταινία όπου ένας τύπος πουλούσε ασφάλειες, δηλαδή κάτι αόρατο. ∆εν µπορούσα να καταλάβω τη δουλειά του. Στη Βόρεια Κορέα δεν είχαµε ασφαλιστές, ούτε πιστωτικές κάρτες.
H Ζιου-Γιον Τσόι
Ακόµη και τα ρούχα που φοράµε έπρεπε να τα εγκρίνει η κυβέρνηση – και το µισούσα αυτό. Απαγορεύονται τα έντονα χρώµατα. Αν είσαι φοιτήτρια στο πανεπιστήµιο, τα µαλλιά σου δεν πρέπει να ξεπερνούν τα πέντε εκατοστά κάτω από το αυτί σου. Αν πλέξεις τα µαλλιά σου, δεν πρέπει να είναι πιο µακριά από 20 πόντους.
Θυµάµαι την πρώτη µέρα που περπατούσα στον δρόµο στη Νότια Κορέα, αφότου αυτοµόλησα και µου φαινόταν ότι ζω µέσα στις ταινίες που έβλεπα µικρή. Για έξι µήνες είχα την ίδια αίσθηση ότι ζω ένα όνειρο. Φέτος ψήφισα για πρώτη φορά, στις προεδρικές εκλογές. Αυτό κι αν ήταν εµπειρία».
Πηγή: protothema.gr
«Βαθιά µέσα µου ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ωστόσο εµείς οι Βορειοκορεάτες έχουµε εξειδικευτεί στο να λέµε ψέματα ακόµα και στον εαυτό µας. Ηταν φυσιολογικό να βλέπεις πτώµατα να επιπλέουν στο ποτάµι ή πεταµένα στις χωµατερές, νορµάλ να προσπερνάς έναν άγνωστο που εκλιπαρεί για βοήθεια», λέει η Γεόνµι Παρκ.
Η Χαϊόνσιο Λι είδε την πρώτη της εκτέλεση στη χώρα του Κιμ Γιονγκ Ουν στην ηλικία των εφτά ετών, ενώ η Ζιου-Γιον Τσόι μισούσε το γεγονός ότι ακόµη και τα ρούχα που φορούσαν, έπρεπε να τα εγκρίνει η κυβέρνηση, η οποία είχε απαγορεύσει τα έντονα χρώµατα.
Χαϊόνσιο Λι
Σε ηλικία 7 ετών είδε την πρώτη της δηµόσια εκτέλεση, µια υποχρεωτική ρουτίνα για µαθητές ∆ηµοτικού. «Μεγάλωνα µε την πεποίθηση ότι η χώρα µου είναι η καλύτερη στον κόσµο. Τραγουδούσαµε το εθνικό άσµα “∆εν έχω τίποτα να ζηλέψω” και η αλήθεια είναι ότι δεν είχα πεινάσει ποτέ. Μέχρι που µια µέρα αυτό άλλαξε».Η Χαϊόνσιο Λι κρατώντας το βιβλίο της, ελεύθερη πια
Γεννηµένη το 1980, η Λι κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν έζησε τον µεγάλο λιµό της Βόρειας Κορέας, µε την κυβέρνηση να δίνει προτεραιότητα στη σίτιση του Στρατού αφήνοντας παιδιά να πεθαίνουν. Φυγαδεύτηκε στην Κίνα το 1997 και δέκα δύσκολα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νότια Κορέα, όπου ζει σήµερα µε τον Αµερικανό σύζυγό της. Η οµιλία της στο TED έχει πάνω από 4 εκατοµµύρια views στο YouTube. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «The Girl With Seven Names: a North Korean Defector’s Story» (εκδ. Harper Collins), απ’ όπου το παρακάτω απόσπασµα:
«Από το ∆ηµοτικό είναι υποχρεωτικό να παρακολουθούµε δηµόσιες εκτελέσεις. Για να εξασφαλίσουν µεγάλο πλήθος θεατών, συχνά κλείνουν τα εργοστάσια και στέλνουν εκεί τους εργάτες. Πάντα προσπαθούσα να τις αποφεύγω, αλλά τη συγκεκριµένη εκτέλεση ήθελα να τη δω γιατί ήξερα έναν από τους άνδρες που θα σκότωναν. Πολλοί άνθρωποι στην πόλη µου τον ήξεραν. Μπορεί να σκέφτεσαι ότι η δηµόσια εκτέλεση ενός γνωστού σου είναι το τελευταίο πράγµα που θέλεις να δεις, όµως στην πραγµατικότητα το αντίθετο συνέβαινε: ο κόσµος έβρισκε δικαιολογίες για να µην πάει στην εκτέλεση ενός αγνώστου, ενώ αν γνώριζαν προσωπικά το θύµα το θεωρούσαν υποχρέωσή τους να είναι εκεί – περίπου όπως θα πήγαιναν σε µια κηδεία.
Ηταν 20άρης, µε οικονοµική άνεση και δηµοφιλής στα κορίτσια. Το έγκληµά του ήταν ότι βοηθούσε ανθρώπους που ήθελαν να αυτοµολήσουν στην Κίνα και ότι πουλούσε απαγορευµένα αγαθά. Βέβαια το αληθινό του παράπτωµα ήταν ότι συνέχιζε την παράνοµη δραστηριότητά του κατά την περίοδο πένθους που είχε επιβληθεί στη χώρα µετά τον θάνατο του ηγέτη Κιµ Ιλ Σουνγκ (σ.σ. απεβίωσε το 1994) .
Θα τον πυροβολούσαν µαζί µε άλλους τρεις στο Αεροδρόµιο Hyesan, έναν συνήθη χώρο εκτελέσεων. Τους έφεραν µε φορτηγάκι µπροστά σε ένα µεγάλο πλήθος που περίµενε στην ανυπόφορη ζέστη. Μια οµάδα αστυνοµικών έσυρε τον νεαρό στην εξέδρα, οι µύτες των ποδιών του διέγραφαν το χώµα και φαινόταν πεθαµένος ήδη. Εδεσαν τους µελλοθάνατους σε έναν στύλο, ξεκίνησαν µια “δίκη του λαού” µε συνοπτικές διαδικασίες και ο δικαστής ρώτησε τα θύµατα αν είχαν κάποια τελευταία επιθυµία, ερώτηση στην οποία δεν περίµενε καµία απάντηση, καθώς οι άνδρες είχαν φιµωθεί, µε το στόµα τους γεµάτο πέτρες, µην τυχόν και βλαστηµήσουν το καθεστώς πεθαίνοντας.
Τρεις σκοπευτές πήραν θέση. Ο θόρυβος έσκισε τον ξηρό αέρα, έπεσαν τρεις πυροβολισµοί: ο πρώτος στο κεφάλι, ο δεύτερος στο στήθος, ο τρίτος στο στοµάχι. Το κεφάλι του αγοριού από τη γειτονιά µου εξερράγη, αφήνοντας έναν λεπτό ροζ καπνό. Η οικογένειά του είχε αναγκαστεί να βλέπει.
Λίγες µέρες αργότερα είδα για πρώτη φορά τι σηµαίνει πείνα. Στην αγορά έξω από έναν σταθµό τραίνου στο Hyesan, µια γυναίκα καθόταν στο χώµα αγκαλιά µε το µωρό της. Ηταν χλωµοί, αποστεωµένοι και ντυµένοι µε κουρέλια. Το πρόσωπο και τα µαλλιά της γυναίκας ήταν σκεπασµένα µε βρωµιά. Φαινόταν άρρωστη. Ο κόσµος τούς προσπερνούσε σαν να ήταν αόρατοι.
Εγώ όµως δεν µπορούσα να τους αγνοήσω. Αφησα ένα χαρτονόµισµα των 100 γουόν στην ποδιά του µωρού. Σκέφτηκα ότι ήταν ανώφελο να το δώσω στη µητέρα. Τα µάτια της ήταν θολά, το βλέµµα της δεν εστίαζε πουθενά. ∆εν µε έβλεπε. Υπέθεσα ότι θα πέθαινε. Τα χρήµατα θα τους εξασφάλιζαν φαγητό για µερικές ηµέρες.
“Εσωσα ένα µωρό σήµερα”, είπα στη µητέρα µου όταν γύρισα σπίτι. “Τι εννοείς;” της είπα τι έκανα και γύρισε έξαλλη. “Είσαι χαζή; Πώς µπορεί ένα µωρό να αγοράσει οτιδήποτε; Τώρα κάποιος κλέφτης θα έχει πάρει λεφτά από εκεί. Επρεπε να τους αγοράσεις φαγητό”. Είχε δίκιο και ένιωσα ένοχη».
Γεόνµι Παρκ
Το 2007, σε ηλικία 13 ετών, η Γιόνµι και η µητέρα της αποφάσισαν να γλιτώσουν από την πείνα και τις βαρβαρότητες δραπετεύοντας στην Κίνα. Αυτό όµως δεν ήταν καθόλου απλό. Περιγράφει την εµπειρία της στο βιβλίο της «In order to Live: A North Korean Girl’s Journey to Freedom» (εκδ. Penguin).H Γεόνμι Παρκ και το εξώφυλλο του βιβλίου της
«Βαθιά µέσα µου ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ωστόσο εµείς οι Βορειοκορεάτες έχουµε εξειδικευτεί στο να λέµε ψέµατα ακόµα και στον εαυτό µας. Tα παγωµένα µωρά που οι υποσιτισµένες µητέρες εγκατέλειπαν στα σοκάκια δεν ταίριαζαν στην κοσµοθεωρία µου. Εποµένως δεν µπορούσα να επεξεργαστώ αυτό που εξελισσόταν µπροστά στα µάτια µου. Ηταν φυσιολογικό να βλέπεις πτώµατα να επιπλέουν στο ποτάµι ή πεταµένα στις χωµατερές, νορµάλ να προσπερνάς έναν άγνωστο που εκλιπαρεί για βοήθεια. Οι Βορειοκορεάτες ανατρέφονται ακούγοντας ότι ο υπόλοιπος πλανήτης είναι ένα ανίερο, αηδιαστικό, επικίνδυνο µέρος. Χειρότερο όλων είναι η Νότια Κορέα, ένας ανθρώπινος βόθρος, τίποτα περισσότερο από µία εξαθλιωµένη αποικία των Αµερικανών µπάσταρδων που όλοι µαθαίναµε να µισούµε και να φοβόµαστε.
Την κρύα νύχτα της 31ης Μαρτίου του 2007, η µητέρα µου κι εγώ κατηφορίσαµε την απότοµη, βραχώδη όχθη του παγωµένου ποταµού Γιάλου, που χωρίζει τη Βόρειο Κορέα από την Κίνα. Υπήρχαν περιπολίες πίσω µας και µπροστά µας και φύλακες κάθε 100 µέτρα έτοιµοι να πυροβολήσουν όποιον επιχειρήσει να περάσει τα σύνορα. Ηµουν 13 ετών και ζύγιζα µόλις 27 κιλά.
Περάσαµε απέναντι, αλλά δεν υπήρχε χρόνος να ξεκουραστούµε. Είχαµε καταφέρει να ξεφύγουµε από τους Βορειοκορεάτες στρατιώτες αλλά οι κινεζικές περιπολίες θα µπορούσαν να µας εντοπίσουν ανά πάσα στιγµή και να µας στείλουν πίσω. Ο οδηγός µάς είπε να συνεχίσουµε να κινούµαστε στην παγωµένη όχθη και τον ακολουθήσαµε µέχρι µια σκοτεινή παράγκα. Εκεί µας περίµενε ένας φαλακρός, βαρύς άνδρας. Ο οδηγός έµεινε µαζί µου, ενώ ο διακινητής τράβηξε τη µητέρα µου πιο πέρα. Την άκουσα να φωνάζει, να τον ικετεύει και µετά κάτι απαίσιους ήχους που δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά. ∆εν έµαθα τι είχε γίνει παρά µόνο πολύ αργότερα: ο διακινητής είπε στη µητέρα µου ότι ήθελε να κάνει σεξ µαζί µου. Εκείνη του είπε ψέµατα ότι είµαι άρρωστη, ότι δήθεν έχω εγχειριστεί πρόσφατα και υπάρχει κίνδυνος να σπάσουν τα ράµµατα, αλλά ούτε αυτό φαινόταν να τον σταµατάει. Οταν η µητέρα µου άρχισε να φωνάζει “Οχι! ∆εν µπορείς να το κάνεις» εκείνος απείλησε ότι θα µας στείλει πίσω αν κάνουµε φασαρία. “∆εν θα κάνουµε καµία φασαρία. Πάρε εµένα αντί για το παιδί”, του είπε ήρεµα η µητέρα µου. Την έσπρωξε σε µια βρώµικη κουβέρτα στο έδαφος και τη βίασε.
Λίγο αργότερα φάνηκε ένα αυτοκίνητο και µπήκαµε όλοι µέσα. Ενιωθα ότι κάτι κακό είχε συµβεί αλλά δεν καταλάβαινα. “Τι έγινε;”, ρώτησα τη µαµά µου. “Τίποτα, µην ανησυχείς”, µε καθησύχασε αλλά η φωνή της έτρεµε. Καθώς δεν ήµουν συνηθισµένη να ταξιδεύω µε αυτοκίνητο, µε έπιασε ναυτία. Η µητέρα µου µε έβαλε να ξαπλώσω στα πόδια της και µου κρατούσε σφιχτά τα χέρια αλλά όταν πήραµε τη στροφή ανηφορίζοντας µου είπε να σηκωθώ να κοιτάξω: από το παράθυρο φαίνονταν τα σκοτεινά κτίρια στην όχθη της Βόρειας Κορέας. “Κοίτα, Γεόνµι. Αυτή µπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις το σπίτι σου”».
Ζιου-Γιον Τσόι
Η 25χρονη σήµερα Τσόι δραπέτευσε από τη Βόρεια Κορέα το 2015. Εµφανίζεται συχνά σε εκποµπές της νοτιοκορεάτικης τηλεόρασης που αναφέρονται σε αυτοµολήσεις. Ελπίζει να µπορέσει να σπουδάσει ∆ιεθνείς Σχέσεις και µια µέρα να γίνει υπουργός της Ενοποίησης.«Ξεκίνησα να βλέπω νοτιοκορέατικα σίριαλ όταν ήµουν 11 χρονών. Ο θείος µου έφερνε παράνοµα τις βιντεοκασέτες από την Κίνα. Αυτές έγιναν το αρχικό µου κίνητρο να αποδράσω. Μου έκανε εντύπωση που όλοι στη Νότια Κορέα ταξίδευαν χωρίς κανένα πρόβληµα, καθώς στη δική µου χώρα τα ταξίδια δεν ήταν για τους απλούς πολίτες. Θυµάµαι µια ταινία όπου ένας τύπος πουλούσε ασφάλειες, δηλαδή κάτι αόρατο. ∆εν µπορούσα να καταλάβω τη δουλειά του. Στη Βόρεια Κορέα δεν είχαµε ασφαλιστές, ούτε πιστωτικές κάρτες.
H Ζιου-Γιον Τσόι
Ακόµη και τα ρούχα που φοράµε έπρεπε να τα εγκρίνει η κυβέρνηση – και το µισούσα αυτό. Απαγορεύονται τα έντονα χρώµατα. Αν είσαι φοιτήτρια στο πανεπιστήµιο, τα µαλλιά σου δεν πρέπει να ξεπερνούν τα πέντε εκατοστά κάτω από το αυτί σου. Αν πλέξεις τα µαλλιά σου, δεν πρέπει να είναι πιο µακριά από 20 πόντους.
Θυµάµαι την πρώτη µέρα που περπατούσα στον δρόµο στη Νότια Κορέα, αφότου αυτοµόλησα και µου φαινόταν ότι ζω µέσα στις ταινίες που έβλεπα µικρή. Για έξι µήνες είχα την ίδια αίσθηση ότι ζω ένα όνειρο. Φέτος ψήφισα για πρώτη φορά, στις προεδρικές εκλογές. Αυτό κι αν ήταν εµπειρία».
Πηγή: protothema.gr