Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019


Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Melbourne Institute Worker Paper, όσοι είναι άνω των 40 ετών είναι πιο παραγωγικοί όταν εργάζονται τρεις ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερο.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό μετά από παρακολούθηση και αξιολόγηση 3.000 αντρών και 3.500 γυναικών που συμμετείχαν εθελοντικά στην έρευνα. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι ερευνητές ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να ολοκληρώσουν ορισμένες γνωστικές εξετάσεις και εν συνεχεία ανέλυσαν τις συνθήκες εργασίας για τον καθένα, καθώς και το επίπεδο/ικανότητα μνήμης, εξαγωγής λογικών συμπερασμάτων και δράσεων και αφηρημένης συλλογιστικής. Τα τεστ γνωστικής ικανότητας περιελάμβαναν την ανάγνωση ενός κειμένου από το τέλος προς την αρχή, την ανάγνωση λέξεων με δυνατή φωνή και να το ταίριασμα αριθμών με γράμματα υπό την πίεση του χρόνου.
Διαπιστώθηκε ότι οι επιδόσεις των συμμετεχόντων βελτιώνονταν όσο οι ερευνητές ανέβαζαν σταδιακά τις ώρες εργασίας τους έως και τις 25 ώρες εργασίας την εβδομάδα. Ωστόσο, μετά από τις 25 ώρες εργασίας την εβδομάδα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι επιδόσεις των συμμετεχόντων άρχισαν να μειώνονται τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες.
Μάλιστα, διαπιστώθηκε ότι οι όσοι εργάζονταν 55 ώρες την εβδομάδα επέδειξαν χειρότερα αποτελέσματα στα γνωστικά τεστ σε σχέση με όσους ήταν συνταξιούχοι ή άνεργοι!
«Πολλές χώρες πρόκειται να αυξήσουν την ηλικία συνταξιοδότησης, για λόγους οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι συνεχίζουν να εργάζονται στα μεταγενέστερα στάδια της ζωής τους», ανέφερε ο συν-συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Keio, Colin McKenzie.
Και πρόσθεσε: «Ο βαθμός πνευματικής διέγερσης ενός ατόμου εξαρτάται από τις ώρες εργασίας. Η εργασία μπορεί να είναι ένα δίκοπο μαχαίρι, καθώς μπορεί να διεγείρει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου, αλλά ταυτόχρονα οι πολλές ώρες εργασίας προκαλούν κόπωση και άγχος, τα οποία μειώνουν τις γνωστικές λειτουργίες του ατόμου».
Ο καθηγητής McKenzie σημείωσε ότι η έρευνα αυτή δείχνει ότι “οι διαφορές στο ωράριο εργασίας είναι σημαντικές για τη διατήρηση της γνωστικής λειτουργίας σε ενήλικες μέσης ηλικίας και σε ηλικιωμένους” και ότι “η εργασία με μερική απασχόληση μπορεί να είναι αποτελεσματική στη διατήρηση της γνωστικής ικανότητας”.

Ένας από τους πλέον εφιαλτικούς serial killers όλων των εποχών ήταν ο Τεντ Μπάντι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας ο Μπάντι από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κακοποίησε, βίασε, δολοφόνησε και βεβήλωσε τις σορούς τουλάχιστον 30 γυναικών, με την αστυνομία να εκτιμά ότι ο αριθμός των θυμάτων του ήταν πολύ μεγαλύτερος.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Μπάντι ήταν ότι είχε πάντα προσεγμένη εμφάνιση, είχε σπουδάσει ψυχολογία, μπορούσε να σταθεί στο κοινωνικό περιβάλλον του και ήταν εμφανίσιμος, αν και η αστυνομία τον χαρακτήρισε ως «χαμαιλέοντα», ως έναν άνθρωπο που μπορούσε να αλλάζει την εμφάνιση και τις εκφράσεις του όπως ο ίδιος επιθυμούσε, ανάλογα με την περίσταση.
Το Netflix τη Δευτέρα προέβαλλε για πρώτη φορά μια σειρά ντοκιμαντέρ με τίτλο «Συνομιλίες με έναν δολοφόνο: Οι κασέτες του Τεντ Μπάντι» και συνόδευσε την προβολή με μια έκκληση προς τους συνδρομητές του και ιδίως τις γυναίκες: να σταματήσουν να γοητεύονται από έναν ψυχοπαθή δολοφόνο, ο οποίος διέπραττε πράξεις νεκροφιλίας στις σορούς των θυμάτων του.
«Έχω δει πολλές συζητήσεις για το πόσο «καυτός» ήταν ο Τεντ Μπάντι και θα ήθελα να σας θυμίσω διακριτικά ότι υπάρχουν κυριολεκτικά ΧΙΛΙΑΔΕΣ καυτοί άνδρες στην εταιρεία -και σχεδόν όλοι δεν είναι καταδικασμένοι κατά συρροή δολοφόνοι», έγραψε ο επίσημος λογαριασμός του Netflix.

Για την ιστορία, ο Τεντ Μπάντι είχε… καυτό τέλος, καθώς εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα το 1989.

Το επίτευγμα αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου για την ανάπτυξη της τεχνολογίας που θα «διαβάζει τη σκέψη», με στόχο τη δημιουργία νευροπροσθετικών συσκευών διεπαφής εγκεφάλου-υπολογιστή, που θα επιτρέψουν σε ανθρώπους με περιορισμένη ή χωρίς καθόλου ικανότητα ομιλίας, να επικοινωνήσουν με άλλους μέσω τεχνητής φωνής.
Οι μηχανικοί και νευροεπιστήμονες του Ινστιτούτου Ζάκερμαν του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Νίμα Μεσγκαρανί, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Scientific Reports», ανέπτυξαν ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που, αφού παρακολουθήσει τη δραστηριότητα στον ακουστικό φλοιό του εγκεφάλου, είναι σε θέση στη συνέχεια να ανακατασκευάσει ορισμένες από τις λέξεις που ο άνθρωπος ακούει.
Στο μέλλον, αυτή η τεχνολογία, εφόσον τελειοποιηθεί, θα βοηθήσει ανθρώπους που αδυνατούν να μιλήσουν, όπως όσους πάσχουν από αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση (την πάθηση του Στίβεν Χόκινγκ) ή έχουν πάθει εγκεφαλικό.
«Με τη νέα μελέτη δείξαμε ότι, με την κατάλληλη τεχνολογία, οι σκέψεις των ανθρώπων είναι δυνατό να αποκωδικοποιηθούν και να κατανοηθούν από οποιονδήποτε ακροατή», δήλωσε ο Μεσγκαρανί. Με άλλα λόγια, όπως είπε, οι σκέψεις δεν είναι ανάγκη να παραμένουν κρυμμένες μέσα στο κεφάλι μας.   Οι ερευνητές ανέπτυξαν ένα νέο αλγόριθμο που μπορεί να συνθέσει την ομιλία, έχοντας προηγουμένως εκπαιδευθεί αναλύοντας ηχογραφήσεις ομιλιών πολλών ανθρώπων, καθώς και την εγκεφαλική δραστηριότητα εθελοντών (επιληπτικών ασθενών που έκαναν νευροχειρουργική επέμβαση), οι οποίοι άκουγαν τις φωνές άλλων.
Η ακρόαση των φωνών δημιουργεί ηλεκτρικά μοτίβα στον ακουστικό φλοιό του εγκεφάλου, τα οποία αντανακλούν την ομιλία που ο άνθρωπος ακούει. Ο αλγόριθμος (vocoder) μαθαίνει να συσχετίζει την ακουστική εγκεφαλική δραστηριότητα με την ομιλία και μετά να παράγει συνθετική φωνή. Στη συνέχεια, ένα νευρωνικό δίκτυο τεχνητής νοημοσύνης αναλαμβάνει να κάνει πιο καθαρή και κατανοητή τη συνθετική ομιλία.
«Ουσιαστικά είναι η ίδια τεχνολογία που χρησιμοποιούν τα Amazon Echo και η Siri της Apple για να απαντάνε στις ερωτήσεις μας», είπε ο Μεσγκαρανί.   Με τη βοήθεια του νευρωνικού δικτύου τεχνητής νοημοσύνης, που μιμείται τη δομή των νευρώνων στον ανθρώπινο εγκέφαλο, παράγεται τελικά μια ρομποτική φωνή, η οποία γίνεται κατανοητή στο 75% των περιπτώσεων, ποσοστό μεγαλύτερο από ανάλογες προσπάθειες στο παρελθόν.
Οι ερευνητές θέλουν να βελτιώσουν το σύστημα ώστε να «ακούει» και να συνθέτει πιο πολύπλοκες λέξεις και προτάσεις. Ο τελικός στόχος είναι η δημιουργία ενός εγκεφαλικού εμφυτεύματος, όπως αυτά που έχουν ορισμένοι ασθενείς με επιληψία, το οποίο θα μεταφράζει τις σκέψεις απευθείας σε λέξεις. Αν, για παράδειγμα, ο άνθρωπος σκέφτεται «θέλω ένα ποτήρι νερό», αλλά δεν μπορεί να μιλήσει, το εμφύτευμα θα είναι σε θέση να το πει με τη συνθετική φωνή του.
«Θα πρόκειται για επανάσταση», είπε ο Μεσγκαρανί. «Ο καθένας που έχει χάσει την ικανότητα να μιλάει, είτε λόγω τραυματισμού είτε λόγω ασθένειας, θα έχει ξανά την ευκαιρία να έλθει σε επαφή με τον κόσμο γύρω του».
Subscribe to RSS Feed Follow me on Twitter!