Αν και το όνομά του ακούγεται “βαρύ”, ο Πολ Βερχόφεν μόνο πολυγραφότατος
δεν είναι ως σκηνοθέτης, αφού η τελευταία του μεγάλου μήκους ταινία
βγήκε στις αίθουσες το μακρινό 2006. Με το “Elle”, που έτυχε
ενθουσιώδους υποδοχής στις Κάνες, επιστρέφει δυναμικά στις διεθνείς
παραγωγές και στην καθοδήγηση ενός μεγάλου ονόματος, της Ιζαμπέλ Ιπέρ,
εν προκειμένω. Πότε ψυχολογικό δράμα, πότε θρίλερ και πότε μαύρη
κωμωδία, η νέα του ταινία δεν έχει να επιδείξει πολλά πέρα από την
εξαιρετική Ιπέρ, η αφήγηση “ερωτοτροπεί” με την ηρωίδα εις βάρος της
πλοκής και αδυνατεί να εστιάσει ή να εμβαθύνει σε κάτι απ’ όλα που θα
μπορούσε ν’ αγγίξει ή να προβληματίσει, έστω, τον θεατή.
Η υπόθεσηΗ
Μισέλ Λεμπλάνκ είναι κόρη ενός κατά συρροήν δολοφόνου και το παιδί στη
φωτογραφία που σημάδεψε κάποτε την υπόθεση, το “κοριτσάκι με τις
στάχτες”. Τώρα πια, είναι μία σιδηρά κυρία, μία επιτυχημένη
επιχειρηματίας στο χώρο των βίντεο-γκέιμς με έναν ενήλικο γιο που
φλερτάρει με την αποτυχία και έναν πρώην άντρα με τον οποίο αγαπιούνται
ακόμη. Ένα βράδυ, μόνη καθώς είναι στο σπίτι, ένας μασκοφόρος εισβολέας
την βιάζει κι εξαφανίζεται. Εκείνη, δεν αναφέρει το περιστατικό, αλλά
μιας και ο δράστης αφήνει σημάδια ότι μπορεί να το επαναλάβει επιχειρεί
να τον βρει στο περιβάλλον της. Το ένστικτό της αποδεικνύεται εύστοχο, η
αντίδρασή της όμως δεν είναι η αναμενόμενη...
Η κριτικήΕίσαι
ένα κοριτσάκι δέκα ετών και αφού ο θρήσκος πατέρας σου παίρνει ανάποδες
και καθαρίζει τη μισή γειτονιά (μαζί με τα σκυλιά και τα γατιά),
επιστρέφει στο σπίτι και σου ζητά να τον βοηθήσεις να το κάψετε.
Κατόπιν, για μήνες και για χρόνια, ίσως, πρέπει ν’ αντιμετωπίζεις
αστυνομικούς, δικηγόρους, δικαστές, δημοσιογράφους και απλούς ανθρώπους
ως το πρόσωπο πλάι στη φρίκη με τις υπόνοιες ότι ήσουν συνεργός να
πλανώνται στον αέρα. Στην πορεία, τα καταφέρνεις στη ζωή, κάνεις
οικογένεια και χτίζεις μία υπολογίσιμη καριέρα, ζεις καλά σε ένα υπέροχο
σπίτι, σε μία προστατευμένη γειτονιά με τους φίλους, τους συνεργάτες
και τους εραστές σου. Και όμως, όλο αυτό δεν μπορεί να μη σου έχει
αφήσει κάτι…
Η ηρωίδα του Βερχόφεν είναι ένας άνθρωπος
αποστασιοποιημένος, κυνικός, σκληρός με τους άλλους, αλλά και με τον
εαυτό του. Απ’ την άλλη πάλι, οι άλλοι δεν χολοσκάνε γι’ αυτό, της
φέρονται καλά, γοητεύονται κιόλας απ’ το κέλυφος που κουβαλά και την
πιθανότητα να το διαπεράσουν. Η Μισέλ έχει πολλά “ανοιχτά μέτωπα” στη
ζωή της, αυτά όμως είναι που την κρατούν σε εγρήγορση και τους άλλους σε
μόνιμη άμυνα απέναντί της. Ο βιαστής της επιτίθεται απ’ το σκοτάδι κι
έρχεται να σπάσει βίαια (όπως τα παιχνίδια που κατασκευάζει εκείνη) αυτό
το κέλυφος κεντρίζοντας, κάπως, την “μουδιασμένη” συναισθηματικά και
ερωτικά γυναίκα.
Η αφήγηση ξεκινά απ’ τον βιασμό και σταδιακά μας
αποκαλύπτει όλη τη ζωή της Μισέλ, τις σχέσεις της με τους κοντινούς
ανθρώπους και τους συνεργάτες της, αλλά και τα τραύματα που της άφησε το
περιστατικό που σημάδεψε την παιδική της ηλικία. Εκείνη, το κοριτσάκι
με τις στάχτες, έχει αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο στα πράγματα, σε
σημείο που να μην πανικοβάλλεται από έναν βιασμό, την ώρα που οι
υπόλοιποι είναι έρμαια των παθών και των λαθών τους. Τη βλέπουμε καθώς
αποφασίζει να παραδοθεί κι εκείνη στο πάθος, να το δοκιμάσει έστω, πριν
ανακτήσει και πάλι τα ηνία.
Απολαμβάνουμε, ουσιαστικά, την Ιζαμπέλ Ιπέρ, σε ακόμη μία εξαιρετική ερμηνεία,
την απόδοση ενός χαρακτήρα με πολύπλοκο ιστορικό και έναν συνδυασμό
εξωστρεφούς και εσωστρεφούς συμπεριφοράς που ακροβατεί ανάμεσα στην
μισανθρωπία και την ανάγκη να σώσει τους άλλους απ’ τον εαυτό τους.
Οι δημιουργοί, όμως, δεν μπορούν ν’ αποφασίσουν τι είναι αυτό που βλέπουμε.
Από τη μία, η Μισέλ θέλει να βρει τον δράστη και ν’ αποτρέψει μία
επανάληψη του βιασμού της, υποπτευόμαστε μαζί της άτομα του κύκλου της
και προσπαθούμε να καταλάβουμε ποιος είναι από τα κίνητρα και τις
εκφράσεις τους, διερωτώμενοι πώς θα τον αντιμετωπίσει. Από την άλλη,
βλέπουμε τη Μισέλ να προσπαθεί να διορθώσει τα δικά της λάθη και να
συμπονέσει εκείνους που μοιραία πληγώνει με την σκληρότητά της, την
κολλητή της, τον γιο της, τον άντρα της και τη μητέρα της. Για ένα
διάστημα ο βιασμός ξεχνιέται κι η ταινία εστιάζει στον τρόπο που η Μισέλ
διαχειρίζεται το παρελθόν της που, μέσω ενός ντοκιμαντέρ που
επαναπροβάλλεται, επιστρέφει να την ξαναπληγώσει. Μετά, βλέπουμε μία
άλλη Μισέλ που θέλει ν’ αλλάξει τρόπους πριν “ξαναπέσει” στους δικούς
της, κινείται με τάσεις αυτοκαταστροφής και, παρ’ όλ’ αυτά, δε “σπάει”
ποτέ και η καθημερινότητά της δεν επηρεάζεται στο παραμικρό.
Όσο η
ιστορία της Μισέλ γίνεται πιο πολύπλοκη, τόσο οι απιθανότητες του
σεναρίου γίνονται πιο χτυπητές και όσο εκείνη γίνεται το σημείο εστίασης
τόσο οι υπόλοιποι χαρακτήρες γίνονται χάρτινοι, μαριονέτες στην
υπηρεσία των επιλογών της. Ο Βερχόφεν δείχνει να γοητεύεται και ο ίδιος
απ’ την ηρωίδα του (και την πρωταγωνιστριά του, ίσως), σε σημείο που
σκηνοθετεί την αποθέωσή της αντί να την ξεγυμνώσει πραγματικά μπροστά
στα μάτια μας, να δούμε πως πραγματικά την έχει πλάσει η ζωή που της
έλαχε. Και ας μην υπερβάλλουμε, προφανείς αντιφάσεις, όπως το ότι
πουλάει παιχνίδια με αλόγιστη βία ενώ είναι η αλόγιστη βία που πήγε να
της καταστρέψει τη ζωή, μόνο “έξυπνες” δεν είναι, παρά υπονομεύουν το
θέμα που καλούνται να υπηρετήσουν.
Το “Elle” είναι μία ταινία
που, μοιραία, χαρακτηρίζεται από την κεντρική της ερμηνεία που δε
σηκώνει κριτική. Κατά τ’ άλλα, όμως, είναι
υπερβολικά στημένη, ένα συνονθύλευμα διαστροφής και συντηρητισμού που, τελικά, ούτε προκαλεί ούτε αποδομείται ποτέ.
Βγαίνουν ακόμη:Το γαλλικό θρίλλερ “
A Perfect Man”, το δράμα εποχής “
Indignation”, η ταινία μυστηρίου “
The Girl on the Train”, οι ταινίες τρόμου “
Don’t Breathe” και “
The Neon Demon”, η ταινία κινουμένων σχεδίων “
Storks” και τα ντοκιμαντέρ “
The Last Resort” και “
Un Condor”.
in2life.gr