Έγιναν ευρύτερα γνωστά ως «τα παιδιά του Χίτλερ»: Χιλιάδες παιδιά Γερμανών στρατιωτών και «φυλετικά καθαρών» γυναικών από χώρες της Κεντρικής κι Ανατολικής Ευρώπης που γεννήθηκαν κι ανατράφηκαν σε ειδικά ιδρύματα στο πλαίσια του ναζιστικού προγράμματος για τη δημιουργία μιας ανώτερης φυλής.
Ωστόσο, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά από αυτά τα παιδιά αντιμετωπίσθηκαν ως άνθρωποι δευτέρας κατηγορίας, τα θύματα ενός ναζιστικού σχεδίου ευγονικής ονόματι Lebensborn (στα γερμανικά σημαίνει «Πηγή Ζωής»).
Το «Λέμπενσμπορν »δημιουργήθηκε πριν ακριβώς 80 χρόνια, στις 12 Δεκεμβρίου του 1935, απ’ το ηγετικό στέλεχος των Ες Ες, Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος ήταν ανήσυχος επειδή τα παιδιά που γεννιόντουσαν στη Γερμανία με ξανθιά μαλλιά και μπλε μάτια δεν ήταν… αρκετά.
Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, τα μέλη των Ες Ες ενθαρρύνονταν να τεκνοποιούν με γυναίκες που πληρούσαν τα χαρακτηριστικά της «άριας φυλής», ήταν δηλαδή ψηλές, ξανθές, με γαλανά μάτια. Το πρόγραμμα δεν περιορίστηκε μόνο εντός των γερμανικών συνόρων, αλλά επεκτάθηκε σε αρκετές χώρες που από το 1939 και μετά βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή, όπως (κυρίως) τη Νορβηγία, την Πολωνία, αλλά και τη βορειοανατολική Ευρώπη.
Επικεφαλής του σχεδίου τέθηκε ο Μαξ Σούλμαν και ο γιατρός Γκρέγκορ Έμπνερ, οι οποίοι αναφέρονταν απ' ευθείας στον ίδιο τον Χίμλερ.
Αρχικά, το «Λέμπενσμπορν» αποτελούσε ίδρυμα πρόνοιας για τις συζύγους των αξιωματούχων των Ες Ες. Στις εγκαταστάσεις του λειτουργούσαν μαιευτήρια και βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, αλλά και υπηρεσίες υιοθεσίας.
Σύντομα, μπορούσαν να απευθυνθούν και ανύπαντρες γυναίκες, οι οποίες είτε ήταν έγκυες, είτε είχαν γεννήσει και χρειάζονταν βοήθεια για να μεγαλώσουν τα μωρά τους, με την προϋπόθεση ότι πληρούσαν τα «φυλετικά κριτήρια». Σε κάθε παιδί δινόταν ένας κωδικός αριθμός, ενώ οι Γερμανοί βοηθούσαν οικονομικά την ανύπαντρη μητέρα.
«Η οργάνωση "Λέμπενσμπορν" εξυπηρετεί τους ηγέτες των Ες Ες στην επιλογή και υιοθεσία προικισμένων παιδιών. Η οργάνωση βρίσκεται κάτω από τη δική μου διεύθυνση και αποτελεί τμήμα του Κεντρικού Γραφείου Φυλής των Ες Ες, επιφορτισμένο με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
- Υποστήριξη σε πολυμελής οικογένειες με φυλετικά, βιολογικά και κληρονομικά πολύτιμα χαρακτηριστικά.
- Στέγαση και φροντίδα σε έγκυες γυναίκες με φυλετικά, βιολογικά και κληρονομικά πολύτιμα χαρακτηριστικά, οι οποίες μετά από ενδελεχή εξέταση από το Γραφείο, κρίνονται ικανές να φέρουν στον κόσμο παιδιά με τα ίδια πολύτιμα χαρακτηριστικά.
- Μέριμνα για τα παιδιά και
- Μέριμνα για τις μητέρες τους.
Είναι καθήκον τιμής όλων των επιτελών του Κεντρικού Γραφείου να γίνουν μέλη της "Λέμπενσμπορν". Η αίτηση εισαγωγής πρέπει να κατατεθεί έως τις 23 Σεπτεμβρίου 1936», έγραφε ο Χίμλερ στις 13 Σεπτεμβρίου του 1936, απευθυνόμενος στα μέλη των Ες Ες.
Το πρώτο γνωστό σπίτι του προγράμματος δημιουργήθηκε το 1936 σε ένα χωριό κοντά στο Μόναχο, το Στάινχορινγκ, ενώ οι πρώτες εγκαταστάσεις εκτός Γερμανίας εντοπίζονται στη Νορβηγία το 1941. Στο πρόγραμμα «Λέμπενσμπορν» εντάχθηκαν δέκα ιδρύματα με έδρα τη Γερμανία, εννέα στην Νορβηγία, οκτώ στην Πολωνία, τρία στην Αυστρία, δυο στη Δανία και από ένα στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο.
Υπολογίζεται ότι περίπου 8.000 παιδιά γεννήθηκαν στη Γερμανία σε ιδρύματα του προγράμματος, και άλλα 8-12.000 μόνο στη Νορβηγία που πλην της Γερμανίας, υπήρξε το επίκεντρο του προγράμματος, ελέω της υποστήριξης που είχε ο Χίτλερ από τον ηγέτη της χώρας, Βίντκουν Κουίσλινγκ.
Οι Νορβηγοί Πολ Χάνσεν, ο Μπγίορν Λένγκφελντερ και η Γκέρτρουντ Φλάισερ, ήταν όλοι τους παιδιά-«προϊόντα» του σχεδίου «Λέμπενσμπορν».
«Στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική, μόνο και μόνο επειδή ήμουν γιος Γερμανού στρατιώτη. Με φώναζαν ναζί και βρομόπαιδο. Δεν ήταν όμως δικό μου λάθος που γεννήθηκα έτσι», θυμάται σήμερα ο Χάνσεν.
«Στη Νορβηγία με αποκαλούσαν «γερμανίδα πόρνη» και με χτυπούσαν», λέει με τη σειρά της η Φλάισερ.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα ίδρυμα [του προγράμματος "Λέμπενσμπορν"]. Με κλείδωσαν στον πρώτο όροφο και δεν άφηναν κανέναν να με επισκέπτεται. Το μόνο που μου έδιναν όσο ήμουν μικρή ήταν ένα πιάτο φαΐ και λίγα ρούχα», θυμάται η 65χρονη Νορβηγίδα Αν Μαρί Γκρούμπε.
Παιδί του προγράμματος «Λέμπενσμπορν» ήταν και η μελαχρινή τραγουδίστρια Άνι Φριντ Λίνγκσταντ, του σουηδικού συγκροτήματος των ΑΒΒΑ. Η 70χρονη σήμερα Λίνγκσταντ είναι κόρη ενός Γερμανού στρατιώτη και μιας Νορβηγίδας. Αναγκάστηκε να φύγει από τη Νορβηγία και να μετακομίσει στη Σουηδία όταν ήταν μικρή, προκειμένου να αποφύγει τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό "Tyskerbarnas" (γερμανικά παιδιά).
To 2007, ένας Γερμανός, 154 Νορβηγοί και τέσσερις Σουηδοί, όλοι τους παιδιά του «Λέμπενσμπορν», προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ζητώντας δικαίωση και αποζημιώσεις για τα δεινά που υπέστησαν στη μεταπολεμική Νορβηγία. Το 2011 δικαιώθηκαν και τους επιδικάστηκαν αποζημιώσεις για όλα όσα τράβηξαν από τη γέννηση τους μέχρι σήμερα.
Τα παιδιά του προγράμματος «Λέμπενσμπορν» αποτελούν την κεντρική θεματική της γερμανικής ταινίας Zwei Leben (Δύο Ζωές-2012). Η ηρωίδα του φιλμ, η Κατρίνε, καρπός της σχέσης μιας Νορβηγίδας και ενός Γερμανού στρατιώτη των Ες Ες, αμέσως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1990, επιστρέφει στη Νορβηγία για να βρει τη μητέρα της και μαζί την αλήθεια για τον πατέρα της.
Η υπόθεση «Λέμπενσμπορν» δεν εξαντλείται εδώ: Ο Χίμλερ κατηγορήθηκε ότι μαζί με άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της ναζιστικής ιεραρχίας οργάνωσαν, ταυτόχρονα με το πρόγραμμα, κι ένα πρόγραμμα απαγωγών χιλιάδων παιδιών κυρίως από την Πολωνία, τα οποία «γερμανοποιήθηκαν». Υπολογίζεται ότι μέχρι και 100.000 παιδιά μπορεί να έχουν κλαπεί μόνο από την Πολωνία. Παιδιά απήχθησαν επίσης από τη τότε ενωμένη Γιουγκοσλαβία, τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Τσεχία, τη Ρουμανία, την Εσθονία και τη Λιθουανία. Ωστόσο, στη δίκη της Νυρεμβέργης δεν βρέθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για την άμεση εμπλοκή της οργάνωσης «Λέμπενσμπορν», στην απαγωγή παιδιών από την Πολωνία.
in.gr