Το παγωτό όπως το ξέρουμε χρονολογείται πάνω από 200 χρόνια, αλλά η τραγανή του βάση, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιταλό μετανάστη στη Νέα Υόρκη, Italo Marchiony.
Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1903, κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το πρώτο μηχάνημα για μαζική παραγωγή και άρχισε την κατασκευή τους.
Η ιστορία ξεκίνησε το 1895 όταν ο Marchiony έφτασε στη Νέα Υόρκη, από την Ιταλία. Για να επιβιώσει Πωλητής παγωτού αρχές του 1900 πουλούσε γρανίτες λεμονιού και παγωτό από ένα καλάθι που είχε, στην Wall Street.
Για να εξυπηρετεί τους πελάτες του που ήταν κυρίως χρηματιστές, έβαζε τα παγωτά σε μικρά ποτήρια για ποτό.
Το εύθραυστο γυαλί όμως θα έσπαγε τις περισσότερες φορές, ενώ όσα θα σώζονταν στο τέλος της ημέρας, αναγκαζόταν να τα μαζεύει από διάφορα σημεία και να τα πλένει.
Ο έξυπνος Ιταλός σκέφτηκε πολύ, αφού ήθελε να βρει μια ιδέα που θα τον γλίτωνε από την αγγαρεία του πλυσίματος και το κόστος της αντικατάστασης των ποτηριών.
Οραματίστηκε λοιπόν ένα προϊόν, το οποίο οι πελάτες του θα κατανάλωναν μαζί με το παγωτό.
Το πλύσιμο και τα απορρίμματα θα ήταν πλέον παρελθόν. Έτσι ξεκίνησε να ψήνει βάφλες, και ενώ ήταν ακόμα ζεστές, τις αναδίπλωνε στο σχήμα ενός κυπέλλου.
Οι πελάτες του αγάπησαν τα τραγανά κυπελλάκια αμέσως. Ήταν βολικά, υγιεινά και πολύ νόστιμα.
Η μαζική παραγωγή
Η βάφλα-κύπελλο έγινε αμέσως δημοφιλής.
Υπήρξε μια έκρηξη στις πωλήσεις του παγωτού στη Wall Street και πολύ σύντομα ο Marcioni απέκτησε μια αλυσίδα από 45 καροτσάκια και αντίστοιχους υπαλλήλους.
Το παγωτό στο φλιτζάνι του έγινε γνωστό ως "toot" πιθανώς προήλθε από την ιταλική λέξη tutti, ή "όλο" δεδομένου ότι οι πελάτες θα μπορούσαν πλέον να το "τρώνε όλο."
Η χειροποίητη παραγωγή του βρώσιμου κυπέλλου ωστόσο, δεν μπορούσε να συμβαδίσει με τη ζήτηση.
Έτσι ο Marchiony που είχε ιδιαίτερο ταλέντο στη μηχανική, δημιούργησε μια μηχανή στην οποία θα χυνόταν το μείγμα της βάφλας, για να ψηθεί σε καλούπια φλιτζανιού. Αυτή ήταν η αρχή της μαζικής παραγωγής. Μετά το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη συσκευή του, το 1903 βραβεύτηκε.
Το 1904, ίδρυσε ένα εργαστήριο πουλώντας σε χονδρική παγωτό και γλυκά σε επιχειρήσεις στο Χόμποκεν. Ο στόλος του θα διέθετε άλογα και κάρα για τη λιανική πώληση στη Μητροπολιτική περιοχή.
Από το φλιτζάνι στον κώνο
Σε μία έκθεση στη Λουιζιάνα το 1904, Ο Italo Marchiony ήταν μεταξύ των εκθετών και πωλούσε παγωτό στα πατενταρισμένα εδώδιμα φλιτζάνια του. Κάποια στιγμή και ενώ στο περίπτερό του είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου, του τελείωσαν τα κυπελάκια-βάφλες. Το να επιστρέψει στο εργαστήρι του στο Χόμποκεν, για να φέρει περισσότερα, ήταν αδύνατον. Αυτό ήταν. Πήγε στο επόμενο περίπτερο όπου βρισκόταν ένας παραγωγός βάφλας και του ζήτησε να ψήσει βάφλες και να τους δώσει το επόμενο καλύτερο (όπως θεωρούσε) σχήμα από το φλιτζάνι. Το σχήμα του κώνου.
Λόγω της επιτυχίας του στην έκθεση, η ιδέα του παγωτού σε βρώσιμο και νόστιμο χωνάκι διαδόθηκε σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο δαιμόνιος Ιταλός έφτιαξε ένα δίκτυο και δεχόταν πλέον μαζικές παραγγελίες για τα εύθραυστα, νόστιμα χωνάκια του. Τα παιδιά τα λάτρεψαν αμέσως. Ορισμένοι ενήλικες ωστόσο θεώρησαν ότι ήταν απρεπές να γλείφουν ένα παγωτό σε χωνάκι μπροστά στον κόσμο.
Έτσι ο Marchiony έδωσε και άλλα σχήματα, όπως το παγωτό σάντουιτς, τις παγωτογκοφρέτες κα. Ο Italo Marchiony συνέχισε να εργάζεται στην επιχείρηση μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1938 και πέθανε το 1954 σε ηλικία 86 ετών.