Ένας ανεκτίμητος αρχαιολογικός θησαυρός, μια πόλη κάτω από την πόλη
ήρθε στο φως στη διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών που γίνονται στο
πλαίσιο της κατασκευής του μετρό Θεσσαλονίκης.
Εδώ και έξι χρόνια είναι σε εξέλιξη η μεγαλύτερη έρευνα στην ιστορία της
Θεσσαλονίκης, η οποία αποκάλυψε μέχρι σήμερα 135.000 ευρήματα (εκ των
οποίων τα 104.492 κινητά) σε έκταση 35 στρμ. με δαπάνη 82 εκατ. ευρώ.
Το αρχαιολογικό έργο περαιώθηκε σε ποσοστό 75% και απομένει να διερευνηθούν οι περιοχές των εισόδων και εξόδων των σταθμών, του αμαξοστασίου της Πυλαίας και του νότιου τμήματος της Αγίας Σοφίας. Κατά τις εκτιμήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών απαιτείται επιπλέον χρόνος τριών ετών (που μπορεί να συμπτυχθεί) και εργασία 630 εργαζομένων, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΚΑΣ αντιστοιχούν σε 42 εκατ. ευρώ για να ολοκληρωθεί η ανασκαφή. Στις ανασκαφές που εποπτεύουν η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και η 16η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αποκαλύπτονται αρχαιολογικά κατάλοιπα σε συνεχή αλληλοδιαδοχή, που ανασυνθέτουν κομμάτια από εικόνες της πόλης μέσα από τη μακραίωνη ιστορία της.
Η περιγραφή των αναμενόμενων αρχαιοτήτων είχε τεθεί υπόψη του δήμου Θεσσαλονίκης από την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων από το 1993, όταν είχαν προβλεφτεί και οι σταθμοί στο κέντρο της πόλης. Η επιλογή άλλωστε της θέσης κατασκευής ήταν πάνω στην κεντρική από την αρχαιότητα αρτηρία της πόλης. Η αρχαιολογική υπηρεσία είχε επισημάνει από τον σχεδιασμό του έργου ότι οι θέσεις που επιλέχτηκαν να κατασκευαστούν οι σταθμοί θα απαιτήσουν μακρόχρονη ανασκαφική έρευνα κι ότι πρέπει να προβλεφτούν εναλλακτικές λύσεις στις περιπτώσεις που θα απαιτηθεί μετακίνηση σταθμού ή φρέατος. Η αρχαιολογική τεκμηρίωση έχει δοθεί επανειλημμένα και προδιαγράφει πεντακάθαρα την εμπλοκή του έργου με τις αρχαιότητες.
Το 1999 η Κοινοπραξία Μετρό Θεσσαλονίκης, που είχε αναλάβει τότε το έργο, έκανε 16 γεωτρήσεις και προέκυψε ότι το βάθος του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι από 8,80 έως 9,50 μέτρα κάτω από την επιφάνεια, με εξαίρεση την περιοχή της αψίδας του Γαλερίου που βρίσκεται πάνω σε φυσικό έξαρμα, της οδού Δραγούμη στα -7,50 μ. και του Σιντριβανίου στα -11,00 μ. Η κατασκευή του μετρό εγκρίθηκε από πλευράς υπουργείου Πολιτισμού στις 29 Δεκεμβρίου 2004, βάσει της μελέτης της “Μετρό Α.Ε.”, την ομόφωνη γνωμοδότηση του ΚΑΣ και τον αρχαιολογικό νόμο. Το Ιούλιο του 2006 υπογράφεται “Μνημόνιο συναντίληψης και συνεργασίας για τα έργα κατασκευής του μετρό Θεσσαλονίκης”, μεταξύ υπουργείου Πολιτισμού και Αττικό Μετρό Α.Ε., στο οποίο περιγράφονται ο τρόπος, οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή των ανασκαφών, καθώς και ο τρόπος αποθήκευσης, έκθεσης, τεκμηρίωσης και δημοσίευσης των αποτελεσμάτων. Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του 2006 υπογράφτηκε η οριστική σύμβαση μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της κοινοπραξίας για την κατασκευή του έργου.
Τον Νοέμβριο του 2006 υπογράφεται το “Πλαίσιο προγραμματισμού και συντονισμού των αρχαιολογικών εργασιών για την κατασκευή του μετρό Θεσσαλονίκης”, ως προϊόν συνεργασίας των συναρμοδίων Εφορειών. Η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αναλαμβάνει να εποπτεύσει τις αρχαιολογικές εργασίες στους σταθμούς Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου, υψηλού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος εντός του ιστορικού κέντρου της πόλης, στο σταθμό πλατείας Δημοκρατίας και στο σκάμμα αλλαγής τροχιογραμμών διακλάδωση προς Σταυρούπολη, μέσου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, δυτικά της Χρυσής Πύλης και εντός της περιοχής του δυτικού νεκροταφείου, καθώς επίσης και τμήμα του σταθμού Σιντριβανίου μετά την αποκάλυψη παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Η ΙΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης ξεκίνησε το 2012 ανασκαφική έρευνα στους σταθμούς του μετρό Αγία Σοφίας και Δημοκρατίας καθώς και στο αμαξοστάσιο της Πυλαίας. Συμπληρωματικές έρευνες έγιναν στον σταθμό Φλέμινγκ, όπου ολοκληρώθηκε η ανασκαφή ενός μικρού ρωμαϊκού νεκροταφείου.
Οι προπαρασκευαστικές εργασίες (γεωτρήσεις, παρακάμψεις δικτύων κοινής ωφέλειας, διαφραγματικοί τοίχοι κτλ.) πραγματοποιήθηκαν από τον Αύγουστο του 2006 έως το 2008. Από τον Αύγουστο του 2008 οι ανασκαφικές εργασίες εισήλθαν στην κυριότερη φάση τους, που είναι η ανασκαφική έρευνα εντός του κελύφους των σταθμών. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί σχεδόν 35 στρμ. και τα περισσότερα από τα μισά κινητά ευρήματα είναι νομίσματα. Τα άλλα είναι αγγεία, λυχνάρια, γυάλινα φιαλίδια, γυναικεία και ανδρικά κοσμήματα κάθε είδους και υλικού, χρηστικά αντικείμενα από καταστήματα, εργαστήρια και σπίτια, ταφικά κτερίσματα.
Η κεντρική γραμμή του μετρό, από τον επίσταθμο του νέου σιδηροδρομικού σταθμού μέχρι το αμαξοστάσιο της Πυλαίας “ταξιδεύει” πάνω στην ιστορία της πόλης, σε μία διαδρομή δεκαέξι αιώνων. Μια υπόγεια διαδρομή, από το μετρό έως το Βαρδάρι, που έχει περιγράψει με επιστημονικό αλλά και ταυτόχρονα γλαφυρό τρόπο η διευθύντρια της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης κ. Δέσποινα Μακροπούλου στις δημόσιες ομιλίες και παρουσιάσεις του έργου της υπηρεσίας. Στην τελευταία της διάλεξη, που οργανώθηκε από τον σύλλογο αποφοίτων Φιλοσοφικής σχολής ΑΠΘ “Ο φιλόλογος”, η κ. Μακροπούλου έκανε τον απολογισμό του μέχρι τώρα έργου, όπως έκανε και σε άρθρο της η κ. Βασιλική Μισαηλίδου - Δεσποτίδου, διευθύντρια της ΙΣΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης για τις αρχαιότητες που αποκαλύφθηκαν από την υπηρεσία της στη διάρκεια των εργασιών του μετρό. Με βάση την ενημέρωση των αρχαιολογικών υπηρεσιών και της Αττικό Μετρό Α.Ε., η “ΜτΚ” “χαράσσει” μια υπόγεια διαδρομή στην κεντρική αρτηρία του μετρό, παρουσιάζοντας ανά σταθμό τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Οι αρχαιότητες από σταθμό σε σταθμό
Μία ολόκληρη πόλη κάτω από την πόλη αποκαλύπτεται κατά τη διάρκεια των εργασιών για το μετρό από το Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό μέχρι το Πανεπιστήμιο, ενώ σημαντικά είναι τα ευρήματα στους σταθμούς μέχρι την Πυλαία, όπου εκτείνεται η κεντρική γραμμή. Η διαδρομή μας ξεκινά από τον πρώτο σταθμό.
Σταθμός Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού
Η ανασκαφική έρευνα βεβαίωσε την ανθρώπινη δραστηριότητα σε ευρύ χρονολογικό πλαίσιο και ιδιαίτερα την ταφική χρήση του χώρου από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. έως και τον ύστερο 3ο αι. μ.Χ. Αποκαλύφθηκαν 193 τάφοι και ταφικοί περίβολοι, που αποτελούν τμήμα του δυτικού νεκροταφείου της αρχαίας Θεσσαλονίκης.
Διασταύρωση προς Σταυρούπολη
Πριν από το Βαρδάρι, στο ύψος του ξενοδοχείου "Καψής", βρίσκεται η διακλάδωση, περιοχή 1.800 τ.μ., όπου έγινε ανασκαφή από το 2009 έως το 2012. Εκεί βρέθηκαν τάφοι, που χρονολογούνται έως και τον 4ο αιώνα μ.Χ. Από τα νεότερα χρόνια βρέθηκαν ερείπια χανιών για εμπόρους ταξιδιώτες, καταστημάτων και εργαστηρίων. Τα κτίσματα αυτά από το Σιδηροδρομικό Σταθμό μέχρι τη διακλάδωση κατασκευάστηκαν καταπατώντας μουσουλμανικό νεκροταφείο του 15ου-16ου αιώνα.
Σταθμός Δημοκρατίας
Καταλαμβάνει χώρο 1.632 τ.μ. και έγινε ανασκαφή από το 2010 έως το 2012. Κατά τη διάρκεια της έρευνας αποκαλύφθηκε ακόμη ένα τμήμα του δυτικού νεκροταφείου της αρχαίας Θεσσαλονίκης, που καλύπτει μακρά περίοδο χρήσης, από τους ελληνιστικούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
Το νεκροταφείο αναπτύσσεται έξω από το δυτικό τείχος της αρχαίας πόλης και στα βόρεια της αρχαίας οδού, η οποία ξεκινούσε από την Πύλη του Βαρδαρίου με κατεύθυνση προς τα δυτικά, προς την ύπαιθρο χώρα. Το οδόστρωμα της αρχαίας οδού αποτελείται από πακτωμένα στο χώμα βότσαλα και μικρούς λίθους σε μεγάλη πυκνότητα, καθώς και από τμήματα κεράμων και θραύσματα πήλινων αγγείων κατά τόπους.
Αποκαλύφθηκαν 218 τάφοι ποικίλης τυπολογίας (λακκοειδείς με ή χωρίς κάλυψη, κτιστοί κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί), αρκετοί εκ των οποίων σηματοδοτούνταν με βωμοειδείς κατασκευές. Βασικές ταφικές πρακτικές αποτελούν ο ενταφιασμός και η καύση, ενώ τους νεκρούς συνόδευαν προσωπικά αντικείμενα και προσφορές των οικείων τους, όπως νομίσματα, αγγεία, λυχνάρια, κοσμήματα, ειδώλια, εργαλεία κ.ά. Κατάλοιπα νεκρικών τελετών αποτυπώνονται σε πληθώρα ταφικών πυρών με προσφορές πήλινων αγγείων καθημερινής χρήσης, λυχναριών, καθώς και μεγάλου αριθμού μυροδοχείων. Βρέθηκε επίσης και μονόχωρος ναός, που οικοδομήθηκε στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα.
Σταθμός Βενιζέλου
Στη διασταύρωση Εγνατίας με Βενιζέλου στο αιώνιο σταυροδρόμι της πόλης. Έχει έκταση 1.600 τ.μ. Στο σταθμό Βενιζέλου βρέθηκε ένα μοναδικό σύνολο, η καρδιά της κοσμικής Θεσσαλονίκης, της δεύτερης σημαντικότερης πόλης της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η πλακόστρωτη "μέση οδός" ή "λεωφόρος" των βυζαντινών χρόνων (έτσι ονομαζόταν η Εγνατία στα βυζαντινά χρόνια) σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση σε μήκος 75 μέτρων και πλάτος 5,50 μ. κάτω από τη σημερινή Εγνατία, όπως και η διασταύρωσή της με το μαρμαρόστρωτο cardo, που βρίσκεται στην κατεύθυνση της σημερινής οδού Βενιζέλου. Πρόκειται δηλαδή για ένα ιστορικό σταυροδρόμι, που επιβιώνει για δεκαέξι ολόκληρους αιώνες, από τότε που σχεδιάστηκε στην εποχή του Γαλερίου έως και σήμερα. Έχουν βρεθεί επίσης τα δημόσια κτίρια, που βρίσκονταν στα νότια του δρόμου, με πολλές φάσεις από τον 6ο έως τον 9ο αιώνα μ.Χ. Τα κτίρια αυτά στέγαζαν εμπορικές χρήσεις, καθώς η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ σημαντικό εμπορικό κέντρο για όλη τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Το συγκινητικό είναι ότι ακριβώς αυτή η εμπορική χρήση στην περιοχή διασώζεται τόσο στο Μπεζεστένι, την αγορά των Οθωμανικών χρόνων, όσο και στη σημερινή αγορά της πόλης. Ανασκάφηκαν έξι οικοδομικά τετράγωνα των βυζαντινών χρόνων εκατέρωθεν της "λεωφόρου". Τα καταστήματα βλέπουν προς αυτό το δρόμο.
Στις αρχές του 2012 βρέθηκε μικροποσότητα υδραργύρου μέσα σε δύο χώρους βυζαντινών χρόνων και σταμάτησε η ανασκαφή για τρεις και πλέον μήνες. Στις 24 Ιανουαρίου 2013 ο τότε υπουργός Πολιτισμού Κ. Τζαβάρας βάσει γνωμοδότησης του ΚΑΣ αποφάσισε την απόσπαση και τη μεταφορά των σημαντικότερων αρχαιολογικών ευρημάτων που βρέθηκαν στο σταθμό Βενιζέλου. Το ΚΑΣ τότε υπέδειξε ως τόπο μεταφοράς το πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά ή όπου αλλού. Ακολούθησαν αντιδράσεις από φορείς του πολιτισμού, της πολιτικής, της αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας, που ζητούσαν τη διατήρηση των αρχαιοτήτων στο σημείο όπου βρέθηκαν. Ο δήμος Θεσσαλονίκης προσέφυγε στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση της απόφασης Τζαβάρα. Το ΤΕΕ/ΤΚΜ και το ΑΠΘ πρότειναν λύσεις απόσπασης και επανατοποθέτησης των ευρημάτων. Με διαταγή της αντιπροέδρου του ΣτΕ Μαίρης Σαρή στις 23 Ιουλίου 2013 πάγωσε η απομάκρυνση των αρχαιοτήτων και στις 10 Δεκεμβρίου 2013 εκδόθηκε προσωρινή διαταγή του ΣτΕ, βάσει της οποίας δεν μπορεί να γίνει καμία απόσπαση αρχαιοτήτων. Το ΚΑΣ με νεότερη απόφασή του στις 28 Ιανουαρίου 2014 προβλέπει απόσπαση των αρχαιολογικών ευρημάτων, εργασίες για την κατασκευή σταθμού του μετρό, επανατοποθέτησή τους (στο σύνολο) στο ίδιο σημείο και διαμόρφωση επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από τον υπουργό Πολιτισμού Πάνο Παναγιωτόπουλο στις 24 Φεβρουαρίου. Εν τω μεταξύ η προσφυγή του δήμου στο ΣτΕ επρόκειτο να εξεταστεί στις 15 Ιανουαρίου 2014, αλλά η εξέταση αναβλήθηκε για τις 5 Μαρτίου και ξαναπήρε αναβολή για τις 2 Απριλίου.
Σταθμός Αγίας Σοφίας
Είναι στο κέντρο της σύγχρονης πόλης και κάτω από τον άξονα της Εγνατίας οδού εντοπίστηκε τμήμα του πολεοδομικού ιστού της αρχαίας πόλης. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί ο μαρμάρινος δρόμος ρωμαϊκών χρόνων, συνέχεια του δρόμου της Βενιζέλου, που αποκαλύφθηκε σε πλάτος 4 μ. και μήκος 82,50 μ. Ο δρόμος είναι στρωμένος με μαρμάρινες πλάκες, οριοθετείται στα νότια από μαρμάρινο κράσπεδο και στυλοβάτη πάνω στον οποίο εδράζονται οι κίονες μιας στοάς που αναπτύσσεται προς τα νότια, παράλληλα προς το δρόμο. Πρόκειται για τον Decumanus maximus, που περνούσε κάτω από την Εγνατία οδό και συνέδεε την Κασσανδρειωτική Πύλη στα ανατολικά, στο Συντριβάνι δηλαδή, με την πύλη του Βαρδαρίου στα δυτικά, στην πλατεία Δημοκρατίας.
Η ανασκαφική έρευνα της ΙΣΤ' ΕΠΚΑ επικεντρώθηκε στην περιοχή νότια του μαρμαρόστρωτου δρόμου, με στόχο να ερευνηθούν οι παλαιότερες φάσεις κατοίκησης του χώρου. Ήρθαν στο φως οικιστικά και οικοδομικά κατάλοιπα, όπως αποχετευτικοί αγωγοί, απορριμματικοί λάκκοι, κατάλοιπα τοίχων και κτιστές κατασκευές που μαρτυρούν την αδιάλειπτη χρήση του χώρου ήδη από τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους. Κυρίως όμως αποκαλύφθηκαν οι διαδοχικές επιστρώσεις ενός κατά πολύ πλατύτερου από το μαρμαρόστρωτο χωμάτινου δρόμου, που κατά την ελληνιστική περίοδο καταλάμβανε όλο το πλάτος του βόρειου μισού του σταθμού (περίπου 10 μέτρα). Η κεντρική αυτή οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης χρονολογείται από τον 3ο αι. π.Χ μέχρι τις αρχές της αυτοκρατορικής περιόδου (1ος αι. π.Χ. - 1ος αι. μ.Χ.). Η θέση, ο άξονας και η λειτουργία του δεν διαφοροποιoύνται σημαντικά από εκείνα του μαρμαρόστρωτου δρόμου και όλων των μεταγενέστερων οδών μέχρι τη μοντέρνα Εγνατία οδό. Στην περιοχή νότια του δρόμου εντοπίστηκαν κατάλοιπα τοίχων, που πιθανόν να αποτελούσαν τμήματα οικοδομικών νησίδων ή και αναλήμματα του δρόμου. Κατά μήκος του στυλοβάτη της στοάς, που πλαισίωνε το μαρμαρόστρωτο δρόμο, εντοπίστηκε πεσσοστοιχία από 23 πεσσούς, που αποτελούσε την πρόσοψη μιας πρωιμότερης στοάς ανάλογης λειτουργίας.
Ο δρόμος που βρέθηκε σύμφωνα με απόφαση του ΚΑΣ έπρεπε να σηκωθεί και μετά την ολοκλήρωση του σταθμού του μετρό να ξανατοποθετηθεί σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός του σταθμού, ο οποίος θα λειτουργήσει και ως μουσείο. Έτσι ο δρόμος κόπηκε σε 25 κομμάτια και έγινε η απόσπαση των πλακών με τη βοήθεια ισάριθμων τσιμεντένιων καλουπιών, πάνω στα οποία τοποθετήθηκαν ανάποδα οι πλάκες, αφού καθαρίστηκαν μία, μία από τα χώματα. Κατά τη διαδικασία απομάκρυνσης των πλακών περισυλλέχθηκαν γύρω στα 700 νομίσματα, που αντικατοπτρίζουν την περίοδο χρήσης του δρόμου.
Ανασκαφή έγινε μόνον στη βόρεια πλευρά του σταθμού, ενώ εδώ και έναν μήνα έχει παραδοθεί το νότιο τμήμα, αλλά δεν άρχισε ακόμη έρευνα.
Σταθμός Συντριβανίου
Αποκαλύφθηκαν 1.150 τάφοι και αρχιτεκτονικά λείψανα, ενώ τεκμηριώθηκε ανασκαφικά η διέλευση χειμάρρου από την περιοχή. Στη διασταύρωση τροχιογραμμών του σταθμού "Συντριβάνι" προς το πανεπιστήμιο ερευνήθηκε ακόμη ένα τμήμα του ανατολικού νεκροταφείου της αρχαίας Θεσσαλονίκης. Εκεί βρέθηκαν 1.100 τάφοι, οικοδομικά λείψανα κτιρίου και σποραδικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Στο εργοτάξιο Συντριβανίου, έκτασης 548,8 τ.μ., ήρθε επίσης στο φως ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα του μετρό. Πρόκειται για μία τρίκλιτη βασιλική, η οποία βρέθηκε στην περιοχή του ανατολικού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης. Θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα ευρήματα που ήρθαν στο φως λόγω του μετρό, ενώ για... χάρη της τροποποιήθηκε η αρχική μελέτη του σταθμού, ώστε να διατηρηθεί με επίχωση. Η βασιλική με μαρμαροθετημένα δάπεδα, διαστάσεων 17,60Χ11,50 μέτρα, ανάγεται στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (5ος αιώνας). Ο ναός χτίστηκε στη θέση προγενέστερου λατρευτικού κτιρίου, στο οποίο ανήκει εξαιρετικής ποιότητας ψηφιδωτό δάπεδο με παράσταση του πτηνού Φοίνιξ, που πατά σε άνθος, ενώ γύρω του πάνω σε βλαστούς κληματίδας φωλιάζουν πτηνά.
Σταθμός Πανεπιστημίου. Αποκαλύφθηκε κτίσμα ορθογώνιας κάτοψης και περιμετρικά αυτού αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και λιθοσωροί, καθώς και ένα λιθόκτιστο πηγάδι. Επίσης ένας τάφος μέσα στον οποίο βρέθηκαν οκτώ χρυσά στεφάνια και πληθώρα κοσμημάτων.
Σταθμός Ευκλείδη
Η έρευνα έφερε στο φως αποσπασματικά σωζόμενα οικοδομικά λείψανα των όψιμων οθωμανικών χρόνων, ενώ κατά τη διάρκεια των εργασιών για τη διαμόρφωση του ευρύτερου εργοταξιακού χώρου αποκαλύφθηκε τμήμα κτιρίου (τοίχοι και αγωγοί), που χρονολογείται στους νεότερους χρόνους (τέλος 19ου-μέσα 20ού αι.).
Σταθμός Φλέμιγκ
Το 2012 ολοκληρώθηκε η έρευνα στην περιοχή της ανατολικής πρόσβασης του σταθμού φέρνοντας στο φως ακόμη ένα τμήμα του νεκροταφείου των ρωμαϊκών χρόνων (2ος - 4ος αι. μ.Χ.), το οποίο είχε αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ανασκαφών της ΙΣΤ' ΕΠΚΑ στην περιοχή του κυρίως σταθμού. Πρόκειται για απλές ταφικές κατασκευές (κεραμοσκεπείς, λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι) που περιείχαν ενταφιασμούς, ενώ χαρακτηριστική είναι η απουσία κτερισμάτων στους περισσότερους από αυτούς. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ένας κιβωτιόσχημος τάφος με τοιχώματα διακοσμημένα με γραπτά γραμμικά μοτίβα. Από τα ανασκαφικά δεδομένα προκύπτει ότι πρόκειται για ένα μικρό νεκροταφείο που πρέπει να συνδεθεί με κάποιον μικρό οικισμό, πιθανότατα αγροτικού χαρακτήρα, άγνωστου μέχρι στιγμής στη βιβλιογραφία, σε σχετικά κοντινή απόσταση από την αρχαία πόλη της Θεσσαλονίκης.
Σταθμός Ανάληψης
Παρακολουθούνται οι εκσκαφικές εργασίες στο σταθμό κατά τις οποίες έχουν προκύψει νεότερα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του 20ού αι.
Αμαξοστάσιο Πυλαίας
Η ανασκαφή στον κεντρικό τομέα της περιοχής, όπου πρόκειται να κατασκευαστεί το αμαξοστάσιο του μετρό στην Πυλαία, έφερε στο φως τμήμα ενός οργανωμένου προκασσάνδρειου πολίσματος, που αναπτύχθηκε επάνω σε χαμηλό, φυσικό έξαρμα του εδάφους στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου και χρονολογείται από τις αρχές του 4ου έως τις αρχές του 3ου αι. π.Χ.
Αποκαλύφθηκαν δύο μεγάλοι, κάθετοι μεταξύ τους, δρόμοι με κατεύθυνση Β-Ν και Α-Δ, γύρω από τους οποίους αναπτύσσονται τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα. Εντός των ορίων των οικοδομικών τετραγώνων ήρθαν στο φως ανοικτοί και στεγασμένοι, ορθογώνιοι χώροι οικιακής, αποθηκευτικής και εργαστηριακής λειτουργίας, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοτοιχίες και μικρότερους δρόμους. Δύο κεραμικοί κλίβανοι, πληθώρα άλλων αρχιτεκτονικών καταλοίπων, όπως λιθόστρωτες επιφάνειες, κτιστές κατασκευές, απορριμματικοί λάκκοι, καθώς και σημαντικός αριθμός κινητών ευρημάτων, όπως αλιευτικά και υφαντικά βάρη και μεγάλες ποσότητες θρυμματισμένων οστρέων για την παραγωγή πορφύρας, υποδεικνύουν τις δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού.
Βόρεια του οικισμού και σε απόσταση περίπου 100 μέτρων αποκαλύφθηκε πώρινη σαρκοφάγος, η οποία προφανώς ανήκει στο νεκροταφείο του οικισμού, τμήμα του οποίου είχε ερευνηθεί κατά τη διάρκεια παλαιότερων ανασκαφών της Εφορείας στην ευρύτερη περιοχή. Η έρευνα πρέπει να συνεχιστεί σε έκταση 10 στρμ.
Πηγή: εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής
http://www.seleo.gr
Το αρχαιολογικό έργο περαιώθηκε σε ποσοστό 75% και απομένει να διερευνηθούν οι περιοχές των εισόδων και εξόδων των σταθμών, του αμαξοστασίου της Πυλαίας και του νότιου τμήματος της Αγίας Σοφίας. Κατά τις εκτιμήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών απαιτείται επιπλέον χρόνος τριών ετών (που μπορεί να συμπτυχθεί) και εργασία 630 εργαζομένων, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΚΑΣ αντιστοιχούν σε 42 εκατ. ευρώ για να ολοκληρωθεί η ανασκαφή. Στις ανασκαφές που εποπτεύουν η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και η 16η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αποκαλύπτονται αρχαιολογικά κατάλοιπα σε συνεχή αλληλοδιαδοχή, που ανασυνθέτουν κομμάτια από εικόνες της πόλης μέσα από τη μακραίωνη ιστορία της.
Η περιγραφή των αναμενόμενων αρχαιοτήτων είχε τεθεί υπόψη του δήμου Θεσσαλονίκης από την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων από το 1993, όταν είχαν προβλεφτεί και οι σταθμοί στο κέντρο της πόλης. Η επιλογή άλλωστε της θέσης κατασκευής ήταν πάνω στην κεντρική από την αρχαιότητα αρτηρία της πόλης. Η αρχαιολογική υπηρεσία είχε επισημάνει από τον σχεδιασμό του έργου ότι οι θέσεις που επιλέχτηκαν να κατασκευαστούν οι σταθμοί θα απαιτήσουν μακρόχρονη ανασκαφική έρευνα κι ότι πρέπει να προβλεφτούν εναλλακτικές λύσεις στις περιπτώσεις που θα απαιτηθεί μετακίνηση σταθμού ή φρέατος. Η αρχαιολογική τεκμηρίωση έχει δοθεί επανειλημμένα και προδιαγράφει πεντακάθαρα την εμπλοκή του έργου με τις αρχαιότητες.
Το 1999 η Κοινοπραξία Μετρό Θεσσαλονίκης, που είχε αναλάβει τότε το έργο, έκανε 16 γεωτρήσεις και προέκυψε ότι το βάθος του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι από 8,80 έως 9,50 μέτρα κάτω από την επιφάνεια, με εξαίρεση την περιοχή της αψίδας του Γαλερίου που βρίσκεται πάνω σε φυσικό έξαρμα, της οδού Δραγούμη στα -7,50 μ. και του Σιντριβανίου στα -11,00 μ. Η κατασκευή του μετρό εγκρίθηκε από πλευράς υπουργείου Πολιτισμού στις 29 Δεκεμβρίου 2004, βάσει της μελέτης της “Μετρό Α.Ε.”, την ομόφωνη γνωμοδότηση του ΚΑΣ και τον αρχαιολογικό νόμο. Το Ιούλιο του 2006 υπογράφεται “Μνημόνιο συναντίληψης και συνεργασίας για τα έργα κατασκευής του μετρό Θεσσαλονίκης”, μεταξύ υπουργείου Πολιτισμού και Αττικό Μετρό Α.Ε., στο οποίο περιγράφονται ο τρόπος, οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή των ανασκαφών, καθώς και ο τρόπος αποθήκευσης, έκθεσης, τεκμηρίωσης και δημοσίευσης των αποτελεσμάτων. Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του 2006 υπογράφτηκε η οριστική σύμβαση μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της κοινοπραξίας για την κατασκευή του έργου.
Τον Νοέμβριο του 2006 υπογράφεται το “Πλαίσιο προγραμματισμού και συντονισμού των αρχαιολογικών εργασιών για την κατασκευή του μετρό Θεσσαλονίκης”, ως προϊόν συνεργασίας των συναρμοδίων Εφορειών. Η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αναλαμβάνει να εποπτεύσει τις αρχαιολογικές εργασίες στους σταθμούς Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου, υψηλού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος εντός του ιστορικού κέντρου της πόλης, στο σταθμό πλατείας Δημοκρατίας και στο σκάμμα αλλαγής τροχιογραμμών διακλάδωση προς Σταυρούπολη, μέσου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, δυτικά της Χρυσής Πύλης και εντός της περιοχής του δυτικού νεκροταφείου, καθώς επίσης και τμήμα του σταθμού Σιντριβανίου μετά την αποκάλυψη παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Η ΙΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης ξεκίνησε το 2012 ανασκαφική έρευνα στους σταθμούς του μετρό Αγία Σοφίας και Δημοκρατίας καθώς και στο αμαξοστάσιο της Πυλαίας. Συμπληρωματικές έρευνες έγιναν στον σταθμό Φλέμινγκ, όπου ολοκληρώθηκε η ανασκαφή ενός μικρού ρωμαϊκού νεκροταφείου.
Οι προπαρασκευαστικές εργασίες (γεωτρήσεις, παρακάμψεις δικτύων κοινής ωφέλειας, διαφραγματικοί τοίχοι κτλ.) πραγματοποιήθηκαν από τον Αύγουστο του 2006 έως το 2008. Από τον Αύγουστο του 2008 οι ανασκαφικές εργασίες εισήλθαν στην κυριότερη φάση τους, που είναι η ανασκαφική έρευνα εντός του κελύφους των σταθμών. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί σχεδόν 35 στρμ. και τα περισσότερα από τα μισά κινητά ευρήματα είναι νομίσματα. Τα άλλα είναι αγγεία, λυχνάρια, γυάλινα φιαλίδια, γυναικεία και ανδρικά κοσμήματα κάθε είδους και υλικού, χρηστικά αντικείμενα από καταστήματα, εργαστήρια και σπίτια, ταφικά κτερίσματα.
Η κεντρική γραμμή του μετρό, από τον επίσταθμο του νέου σιδηροδρομικού σταθμού μέχρι το αμαξοστάσιο της Πυλαίας “ταξιδεύει” πάνω στην ιστορία της πόλης, σε μία διαδρομή δεκαέξι αιώνων. Μια υπόγεια διαδρομή, από το μετρό έως το Βαρδάρι, που έχει περιγράψει με επιστημονικό αλλά και ταυτόχρονα γλαφυρό τρόπο η διευθύντρια της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης κ. Δέσποινα Μακροπούλου στις δημόσιες ομιλίες και παρουσιάσεις του έργου της υπηρεσίας. Στην τελευταία της διάλεξη, που οργανώθηκε από τον σύλλογο αποφοίτων Φιλοσοφικής σχολής ΑΠΘ “Ο φιλόλογος”, η κ. Μακροπούλου έκανε τον απολογισμό του μέχρι τώρα έργου, όπως έκανε και σε άρθρο της η κ. Βασιλική Μισαηλίδου - Δεσποτίδου, διευθύντρια της ΙΣΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης για τις αρχαιότητες που αποκαλύφθηκαν από την υπηρεσία της στη διάρκεια των εργασιών του μετρό. Με βάση την ενημέρωση των αρχαιολογικών υπηρεσιών και της Αττικό Μετρό Α.Ε., η “ΜτΚ” “χαράσσει” μια υπόγεια διαδρομή στην κεντρική αρτηρία του μετρό, παρουσιάζοντας ανά σταθμό τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Οι αρχαιότητες από σταθμό σε σταθμό
Μία ολόκληρη πόλη κάτω από την πόλη αποκαλύπτεται κατά τη διάρκεια των εργασιών για το μετρό από το Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό μέχρι το Πανεπιστήμιο, ενώ σημαντικά είναι τα ευρήματα στους σταθμούς μέχρι την Πυλαία, όπου εκτείνεται η κεντρική γραμμή. Η διαδρομή μας ξεκινά από τον πρώτο σταθμό.
Σταθμός Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού
Η ανασκαφική έρευνα βεβαίωσε την ανθρώπινη δραστηριότητα σε ευρύ χρονολογικό πλαίσιο και ιδιαίτερα την ταφική χρήση του χώρου από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. έως και τον ύστερο 3ο αι. μ.Χ. Αποκαλύφθηκαν 193 τάφοι και ταφικοί περίβολοι, που αποτελούν τμήμα του δυτικού νεκροταφείου της αρχαίας Θεσσαλονίκης.
Διασταύρωση προς Σταυρούπολη
Πριν από το Βαρδάρι, στο ύψος του ξενοδοχείου "Καψής", βρίσκεται η διακλάδωση, περιοχή 1.800 τ.μ., όπου έγινε ανασκαφή από το 2009 έως το 2012. Εκεί βρέθηκαν τάφοι, που χρονολογούνται έως και τον 4ο αιώνα μ.Χ. Από τα νεότερα χρόνια βρέθηκαν ερείπια χανιών για εμπόρους ταξιδιώτες, καταστημάτων και εργαστηρίων. Τα κτίσματα αυτά από το Σιδηροδρομικό Σταθμό μέχρι τη διακλάδωση κατασκευάστηκαν καταπατώντας μουσουλμανικό νεκροταφείο του 15ου-16ου αιώνα.
Σταθμός Δημοκρατίας
Καταλαμβάνει χώρο 1.632 τ.μ. και έγινε ανασκαφή από το 2010 έως το 2012. Κατά τη διάρκεια της έρευνας αποκαλύφθηκε ακόμη ένα τμήμα του δυτικού νεκροταφείου της αρχαίας Θεσσαλονίκης, που καλύπτει μακρά περίοδο χρήσης, από τους ελληνιστικούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
Το νεκροταφείο αναπτύσσεται έξω από το δυτικό τείχος της αρχαίας πόλης και στα βόρεια της αρχαίας οδού, η οποία ξεκινούσε από την Πύλη του Βαρδαρίου με κατεύθυνση προς τα δυτικά, προς την ύπαιθρο χώρα. Το οδόστρωμα της αρχαίας οδού αποτελείται από πακτωμένα στο χώμα βότσαλα και μικρούς λίθους σε μεγάλη πυκνότητα, καθώς και από τμήματα κεράμων και θραύσματα πήλινων αγγείων κατά τόπους.
Αποκαλύφθηκαν 218 τάφοι ποικίλης τυπολογίας (λακκοειδείς με ή χωρίς κάλυψη, κτιστοί κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί), αρκετοί εκ των οποίων σηματοδοτούνταν με βωμοειδείς κατασκευές. Βασικές ταφικές πρακτικές αποτελούν ο ενταφιασμός και η καύση, ενώ τους νεκρούς συνόδευαν προσωπικά αντικείμενα και προσφορές των οικείων τους, όπως νομίσματα, αγγεία, λυχνάρια, κοσμήματα, ειδώλια, εργαλεία κ.ά. Κατάλοιπα νεκρικών τελετών αποτυπώνονται σε πληθώρα ταφικών πυρών με προσφορές πήλινων αγγείων καθημερινής χρήσης, λυχναριών, καθώς και μεγάλου αριθμού μυροδοχείων. Βρέθηκε επίσης και μονόχωρος ναός, που οικοδομήθηκε στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα.
Σταθμός Βενιζέλου
Στη διασταύρωση Εγνατίας με Βενιζέλου στο αιώνιο σταυροδρόμι της πόλης. Έχει έκταση 1.600 τ.μ. Στο σταθμό Βενιζέλου βρέθηκε ένα μοναδικό σύνολο, η καρδιά της κοσμικής Θεσσαλονίκης, της δεύτερης σημαντικότερης πόλης της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η πλακόστρωτη "μέση οδός" ή "λεωφόρος" των βυζαντινών χρόνων (έτσι ονομαζόταν η Εγνατία στα βυζαντινά χρόνια) σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση σε μήκος 75 μέτρων και πλάτος 5,50 μ. κάτω από τη σημερινή Εγνατία, όπως και η διασταύρωσή της με το μαρμαρόστρωτο cardo, που βρίσκεται στην κατεύθυνση της σημερινής οδού Βενιζέλου. Πρόκειται δηλαδή για ένα ιστορικό σταυροδρόμι, που επιβιώνει για δεκαέξι ολόκληρους αιώνες, από τότε που σχεδιάστηκε στην εποχή του Γαλερίου έως και σήμερα. Έχουν βρεθεί επίσης τα δημόσια κτίρια, που βρίσκονταν στα νότια του δρόμου, με πολλές φάσεις από τον 6ο έως τον 9ο αιώνα μ.Χ. Τα κτίρια αυτά στέγαζαν εμπορικές χρήσεις, καθώς η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ σημαντικό εμπορικό κέντρο για όλη τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Το συγκινητικό είναι ότι ακριβώς αυτή η εμπορική χρήση στην περιοχή διασώζεται τόσο στο Μπεζεστένι, την αγορά των Οθωμανικών χρόνων, όσο και στη σημερινή αγορά της πόλης. Ανασκάφηκαν έξι οικοδομικά τετράγωνα των βυζαντινών χρόνων εκατέρωθεν της "λεωφόρου". Τα καταστήματα βλέπουν προς αυτό το δρόμο.
Στις αρχές του 2012 βρέθηκε μικροποσότητα υδραργύρου μέσα σε δύο χώρους βυζαντινών χρόνων και σταμάτησε η ανασκαφή για τρεις και πλέον μήνες. Στις 24 Ιανουαρίου 2013 ο τότε υπουργός Πολιτισμού Κ. Τζαβάρας βάσει γνωμοδότησης του ΚΑΣ αποφάσισε την απόσπαση και τη μεταφορά των σημαντικότερων αρχαιολογικών ευρημάτων που βρέθηκαν στο σταθμό Βενιζέλου. Το ΚΑΣ τότε υπέδειξε ως τόπο μεταφοράς το πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά ή όπου αλλού. Ακολούθησαν αντιδράσεις από φορείς του πολιτισμού, της πολιτικής, της αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας, που ζητούσαν τη διατήρηση των αρχαιοτήτων στο σημείο όπου βρέθηκαν. Ο δήμος Θεσσαλονίκης προσέφυγε στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση της απόφασης Τζαβάρα. Το ΤΕΕ/ΤΚΜ και το ΑΠΘ πρότειναν λύσεις απόσπασης και επανατοποθέτησης των ευρημάτων. Με διαταγή της αντιπροέδρου του ΣτΕ Μαίρης Σαρή στις 23 Ιουλίου 2013 πάγωσε η απομάκρυνση των αρχαιοτήτων και στις 10 Δεκεμβρίου 2013 εκδόθηκε προσωρινή διαταγή του ΣτΕ, βάσει της οποίας δεν μπορεί να γίνει καμία απόσπαση αρχαιοτήτων. Το ΚΑΣ με νεότερη απόφασή του στις 28 Ιανουαρίου 2014 προβλέπει απόσπαση των αρχαιολογικών ευρημάτων, εργασίες για την κατασκευή σταθμού του μετρό, επανατοποθέτησή τους (στο σύνολο) στο ίδιο σημείο και διαμόρφωση επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από τον υπουργό Πολιτισμού Πάνο Παναγιωτόπουλο στις 24 Φεβρουαρίου. Εν τω μεταξύ η προσφυγή του δήμου στο ΣτΕ επρόκειτο να εξεταστεί στις 15 Ιανουαρίου 2014, αλλά η εξέταση αναβλήθηκε για τις 5 Μαρτίου και ξαναπήρε αναβολή για τις 2 Απριλίου.
Σταθμός Αγίας Σοφίας
Είναι στο κέντρο της σύγχρονης πόλης και κάτω από τον άξονα της Εγνατίας οδού εντοπίστηκε τμήμα του πολεοδομικού ιστού της αρχαίας πόλης. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί ο μαρμάρινος δρόμος ρωμαϊκών χρόνων, συνέχεια του δρόμου της Βενιζέλου, που αποκαλύφθηκε σε πλάτος 4 μ. και μήκος 82,50 μ. Ο δρόμος είναι στρωμένος με μαρμάρινες πλάκες, οριοθετείται στα νότια από μαρμάρινο κράσπεδο και στυλοβάτη πάνω στον οποίο εδράζονται οι κίονες μιας στοάς που αναπτύσσεται προς τα νότια, παράλληλα προς το δρόμο. Πρόκειται για τον Decumanus maximus, που περνούσε κάτω από την Εγνατία οδό και συνέδεε την Κασσανδρειωτική Πύλη στα ανατολικά, στο Συντριβάνι δηλαδή, με την πύλη του Βαρδαρίου στα δυτικά, στην πλατεία Δημοκρατίας.
Η ανασκαφική έρευνα της ΙΣΤ' ΕΠΚΑ επικεντρώθηκε στην περιοχή νότια του μαρμαρόστρωτου δρόμου, με στόχο να ερευνηθούν οι παλαιότερες φάσεις κατοίκησης του χώρου. Ήρθαν στο φως οικιστικά και οικοδομικά κατάλοιπα, όπως αποχετευτικοί αγωγοί, απορριμματικοί λάκκοι, κατάλοιπα τοίχων και κτιστές κατασκευές που μαρτυρούν την αδιάλειπτη χρήση του χώρου ήδη από τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους. Κυρίως όμως αποκαλύφθηκαν οι διαδοχικές επιστρώσεις ενός κατά πολύ πλατύτερου από το μαρμαρόστρωτο χωμάτινου δρόμου, που κατά την ελληνιστική περίοδο καταλάμβανε όλο το πλάτος του βόρειου μισού του σταθμού (περίπου 10 μέτρα). Η κεντρική αυτή οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης χρονολογείται από τον 3ο αι. π.Χ μέχρι τις αρχές της αυτοκρατορικής περιόδου (1ος αι. π.Χ. - 1ος αι. μ.Χ.). Η θέση, ο άξονας και η λειτουργία του δεν διαφοροποιoύνται σημαντικά από εκείνα του μαρμαρόστρωτου δρόμου και όλων των μεταγενέστερων οδών μέχρι τη μοντέρνα Εγνατία οδό. Στην περιοχή νότια του δρόμου εντοπίστηκαν κατάλοιπα τοίχων, που πιθανόν να αποτελούσαν τμήματα οικοδομικών νησίδων ή και αναλήμματα του δρόμου. Κατά μήκος του στυλοβάτη της στοάς, που πλαισίωνε το μαρμαρόστρωτο δρόμο, εντοπίστηκε πεσσοστοιχία από 23 πεσσούς, που αποτελούσε την πρόσοψη μιας πρωιμότερης στοάς ανάλογης λειτουργίας.
Ο δρόμος που βρέθηκε σύμφωνα με απόφαση του ΚΑΣ έπρεπε να σηκωθεί και μετά την ολοκλήρωση του σταθμού του μετρό να ξανατοποθετηθεί σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός του σταθμού, ο οποίος θα λειτουργήσει και ως μουσείο. Έτσι ο δρόμος κόπηκε σε 25 κομμάτια και έγινε η απόσπαση των πλακών με τη βοήθεια ισάριθμων τσιμεντένιων καλουπιών, πάνω στα οποία τοποθετήθηκαν ανάποδα οι πλάκες, αφού καθαρίστηκαν μία, μία από τα χώματα. Κατά τη διαδικασία απομάκρυνσης των πλακών περισυλλέχθηκαν γύρω στα 700 νομίσματα, που αντικατοπτρίζουν την περίοδο χρήσης του δρόμου.
Ανασκαφή έγινε μόνον στη βόρεια πλευρά του σταθμού, ενώ εδώ και έναν μήνα έχει παραδοθεί το νότιο τμήμα, αλλά δεν άρχισε ακόμη έρευνα.
Σταθμός Συντριβανίου
Αποκαλύφθηκαν 1.150 τάφοι και αρχιτεκτονικά λείψανα, ενώ τεκμηριώθηκε ανασκαφικά η διέλευση χειμάρρου από την περιοχή. Στη διασταύρωση τροχιογραμμών του σταθμού "Συντριβάνι" προς το πανεπιστήμιο ερευνήθηκε ακόμη ένα τμήμα του ανατολικού νεκροταφείου της αρχαίας Θεσσαλονίκης. Εκεί βρέθηκαν 1.100 τάφοι, οικοδομικά λείψανα κτιρίου και σποραδικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Στο εργοτάξιο Συντριβανίου, έκτασης 548,8 τ.μ., ήρθε επίσης στο φως ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα του μετρό. Πρόκειται για μία τρίκλιτη βασιλική, η οποία βρέθηκε στην περιοχή του ανατολικού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης. Θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα ευρήματα που ήρθαν στο φως λόγω του μετρό, ενώ για... χάρη της τροποποιήθηκε η αρχική μελέτη του σταθμού, ώστε να διατηρηθεί με επίχωση. Η βασιλική με μαρμαροθετημένα δάπεδα, διαστάσεων 17,60Χ11,50 μέτρα, ανάγεται στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (5ος αιώνας). Ο ναός χτίστηκε στη θέση προγενέστερου λατρευτικού κτιρίου, στο οποίο ανήκει εξαιρετικής ποιότητας ψηφιδωτό δάπεδο με παράσταση του πτηνού Φοίνιξ, που πατά σε άνθος, ενώ γύρω του πάνω σε βλαστούς κληματίδας φωλιάζουν πτηνά.
Σταθμός Πανεπιστημίου. Αποκαλύφθηκε κτίσμα ορθογώνιας κάτοψης και περιμετρικά αυτού αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και λιθοσωροί, καθώς και ένα λιθόκτιστο πηγάδι. Επίσης ένας τάφος μέσα στον οποίο βρέθηκαν οκτώ χρυσά στεφάνια και πληθώρα κοσμημάτων.
Σταθμός Ευκλείδη
Η έρευνα έφερε στο φως αποσπασματικά σωζόμενα οικοδομικά λείψανα των όψιμων οθωμανικών χρόνων, ενώ κατά τη διάρκεια των εργασιών για τη διαμόρφωση του ευρύτερου εργοταξιακού χώρου αποκαλύφθηκε τμήμα κτιρίου (τοίχοι και αγωγοί), που χρονολογείται στους νεότερους χρόνους (τέλος 19ου-μέσα 20ού αι.).
Σταθμός Φλέμιγκ
Το 2012 ολοκληρώθηκε η έρευνα στην περιοχή της ανατολικής πρόσβασης του σταθμού φέρνοντας στο φως ακόμη ένα τμήμα του νεκροταφείου των ρωμαϊκών χρόνων (2ος - 4ος αι. μ.Χ.), το οποίο είχε αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ανασκαφών της ΙΣΤ' ΕΠΚΑ στην περιοχή του κυρίως σταθμού. Πρόκειται για απλές ταφικές κατασκευές (κεραμοσκεπείς, λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι) που περιείχαν ενταφιασμούς, ενώ χαρακτηριστική είναι η απουσία κτερισμάτων στους περισσότερους από αυτούς. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ένας κιβωτιόσχημος τάφος με τοιχώματα διακοσμημένα με γραπτά γραμμικά μοτίβα. Από τα ανασκαφικά δεδομένα προκύπτει ότι πρόκειται για ένα μικρό νεκροταφείο που πρέπει να συνδεθεί με κάποιον μικρό οικισμό, πιθανότατα αγροτικού χαρακτήρα, άγνωστου μέχρι στιγμής στη βιβλιογραφία, σε σχετικά κοντινή απόσταση από την αρχαία πόλη της Θεσσαλονίκης.
Σταθμός Ανάληψης
Παρακολουθούνται οι εκσκαφικές εργασίες στο σταθμό κατά τις οποίες έχουν προκύψει νεότερα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του 20ού αι.
Αμαξοστάσιο Πυλαίας
Η ανασκαφή στον κεντρικό τομέα της περιοχής, όπου πρόκειται να κατασκευαστεί το αμαξοστάσιο του μετρό στην Πυλαία, έφερε στο φως τμήμα ενός οργανωμένου προκασσάνδρειου πολίσματος, που αναπτύχθηκε επάνω σε χαμηλό, φυσικό έξαρμα του εδάφους στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου και χρονολογείται από τις αρχές του 4ου έως τις αρχές του 3ου αι. π.Χ.
Αποκαλύφθηκαν δύο μεγάλοι, κάθετοι μεταξύ τους, δρόμοι με κατεύθυνση Β-Ν και Α-Δ, γύρω από τους οποίους αναπτύσσονται τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα. Εντός των ορίων των οικοδομικών τετραγώνων ήρθαν στο φως ανοικτοί και στεγασμένοι, ορθογώνιοι χώροι οικιακής, αποθηκευτικής και εργαστηριακής λειτουργίας, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοτοιχίες και μικρότερους δρόμους. Δύο κεραμικοί κλίβανοι, πληθώρα άλλων αρχιτεκτονικών καταλοίπων, όπως λιθόστρωτες επιφάνειες, κτιστές κατασκευές, απορριμματικοί λάκκοι, καθώς και σημαντικός αριθμός κινητών ευρημάτων, όπως αλιευτικά και υφαντικά βάρη και μεγάλες ποσότητες θρυμματισμένων οστρέων για την παραγωγή πορφύρας, υποδεικνύουν τις δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού.
Βόρεια του οικισμού και σε απόσταση περίπου 100 μέτρων αποκαλύφθηκε πώρινη σαρκοφάγος, η οποία προφανώς ανήκει στο νεκροταφείο του οικισμού, τμήμα του οποίου είχε ερευνηθεί κατά τη διάρκεια παλαιότερων ανασκαφών της Εφορείας στην ευρύτερη περιοχή. Η έρευνα πρέπει να συνεχιστεί σε έκταση 10 στρμ.
Πηγή: εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής
http://www.seleo.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου