Απάντηση στα συμπεράσματα μελέτης, που επιχειρεί να ανατρέψει ανασκαφικά και ιστορικά δεδομένα για τους βασιλικούς τάφους στις Αιγές (Βεργίνα), δίνει η Αρχαιολογική Υπηρεσία, παραθέτοντας συγκεκριμένα στοιχεία. Πρόκειται για τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση PNAS και η οποία υποστηρίζει ότι η τελευταία κατοικία του μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β', πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν ο Τάφος Ι και όχι ο Τάφος ΙΙ, όπως προκύπτει από την έρευνα του Μανόλη Ανδρόνικου.
Στη μελέτη διατυπώνεται η άποψη ότι τα κατάλοιπα ανδρικού σκελετού στον Τάφο Ι ανήκουν στον Φίλιππο Β', ενώ τα κατάλοιπα γυναικείου και βρεφικού σκελετού ανήκουν στην τελευταία σύζυγο του μακεδόνα βασιλιά Κλεοπάτρα και την θυγατέρα της Ευρώπη, άποψη που κατά το υπουργείο Πολιτισμού «είχε προταθεί και παλιότερα από τον ιστορικό E. Borza, αλλά δεν έγινε αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα».
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, «μολονότι υπάρχει πληθώρα σχετικών επιστημονικών δημοσιεύσεων», εντούτοις «κρίνεται απαραίτητο, προς αποφυγή σύγχυσης και παρερμηνειών», να παρατεθούν τα ανασκαφικά και ιστορικά δεδομένα «που είναι απαραίτητα για την ορθή κατανόηση και συνακόλουθα την ερμηνεία των συγκεκριμένων ευρημάτων».
Όπως αναφέρει η ανακοίνωση, οι δύο ερευνητές «εξέτασαν τμήμα και όχι το σύνολο των οστών που βρέθηκαν στο τάφο Ι». Επισημαίνεται, επίσης, ότι:
Στη μελέτη διατυπώνεται η άποψη ότι τα κατάλοιπα ανδρικού σκελετού στον Τάφο Ι ανήκουν στον Φίλιππο Β', ενώ τα κατάλοιπα γυναικείου και βρεφικού σκελετού ανήκουν στην τελευταία σύζυγο του μακεδόνα βασιλιά Κλεοπάτρα και την θυγατέρα της Ευρώπη, άποψη που κατά το υπουργείο Πολιτισμού «είχε προταθεί και παλιότερα από τον ιστορικό E. Borza, αλλά δεν έγινε αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα».
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, «μολονότι υπάρχει πληθώρα σχετικών επιστημονικών δημοσιεύσεων», εντούτοις «κρίνεται απαραίτητο, προς αποφυγή σύγχυσης και παρερμηνειών», να παρατεθούν τα ανασκαφικά και ιστορικά δεδομένα «που είναι απαραίτητα για την ορθή κατανόηση και συνακόλουθα την ερμηνεία των συγκεκριμένων ευρημάτων».
Όπως αναφέρει η ανακοίνωση, οι δύο ερευνητές «εξέτασαν τμήμα και όχι το σύνολο των οστών που βρέθηκαν στο τάφο Ι». Επισημαίνεται, επίσης, ότι:
- Ο τάφος Ι της Μεγάλης Τούμπας των Αιγών, ένα μνημείο που έχει τη μορφή κιβωτίου (κιβωτιόσχημος), είναι ο μικρότερος και λιγότερο μνημειακός της βασιλικής ταφικής συστάδας που περιλαμβάνει επίσης δύο μεγάλους ασύλητους μακεδονικούς (τον τάφο ΙΙ που αναγνωρίσθηκε από τον Μανόλη Ανδρόνικο ως τάφος του Φιλίππου Β' και τον τάφο ΙΙΙ που ομόφωνα αποδίδεται στον Αλέξανδρο Δ', γιο του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης) και έναν τρίτο επίσης μακεδονικό συλημένο και κατεστραμμένο σε μεγάλο βαθμό («τον τάφο με τους ελεύθερους κίονες» που χρονολογείται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και είναι ο νεώτερος της ομάδας).
- Ο κιβωτιόσχημος τάφος Ι, στο εσωτερικό του οποίου σώζεται η τοιχογραφία με την παράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης, ήταν συλημένος, ωστόσο περιείχε αρκετά χαρακτηριστικά πήλινα αγγεία που χρονολογούν με ασφάλεια το μνημείο και την ταφή στις τελευταίες δεκαετίες του πρώτου μισού του 4ου αι. π.Χ. με ύστατο όριο το 350 π.Χ. Ωστόσο, όπως είναι πολύ καλά γνωστό από τις αρχαίες πηγές, ο Φίλιππος Β΄ δολοφονήθηκε το 336 π.Χ., ενώ η Κλεοπάτρα εκτελέστηκε κάποιους μήνες μετά τον θάνατο του συζύγου της, υπάρχει δηλαδή μια σημαντική χρονική απόσταση που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να γεφυρωθεί.
- Τα οστά του νεκρού που η εν λόγω μελέτη επιχειρεί να συσχετίσει με τον Φίλιππο Β΄ και μάλιστα τα οστά των ποδιών (κνήμες, αλλά και τα οστάρια του άκρου ποδός) βρέθηκαν όχι στο δάπεδο του τάφου, όπως τα οστά της γυναίκας και του νεογνού, αλλά ψηλότερα (περίπου 20 εκατοστά) επάνω σε στρώση με πέτρες και θραύσματα πωρολίθων, μέσα στα χώματα της επίχωσης που εισχώρησαν στον τάφο μετά την τυμβωρυχία. Το γεγονός της ανεύρεσης των οσταρίων σε συνάφεια με τις κνήμες μαρτυρεί «συνάρθρωση» δηλαδή παρουσία μυϊκών ιστών και αποκλείει την πιθανότητα να προέρχονται από την διασάλευση της παλιότερης ταφής (το σώμα της γυναίκας ήταν απολύτως διαλυμένο και τα οστά της βρέθηκαν ανακατεμένα και μαζεμένα σε δυο ομάδες ακριβώς επάνω στο κονίαμα του δαπέδου). Είναι προφανές ότι το σώμα του νεκρού στον οποίο ανήκουν τα εν λόγω οστά αποτέθηκε ή «απορρίφθηκε» στον τάφο μετά την τυμβωρυχία, η οποία, όπως δείχνει η ανασκαφική στρωματογραφία, σχετίζεται με την καταστροφή και την διαρπαγή του γειτονικού υπέργειου «ηρώου».
- Η καταστροφή της βασιλικής νεκρόπολης των Αιγών είναι ένα γεγονός που μαρτυρείται από τις αρχαίες πηγές και έχει επιβεβαιωθεί απόλυτα από την αρχαιολογική σκαπάνη. Είναι μάλιστα γνωστό ότι συνέβη το 276/5 π.Χ., όταν οι Γαλάτες μισθοφόροι του Πύρρου κατέλαβαν την αρχαία μακεδονική μητρόπολη. Όπως δείχνουν τα ευρήματα από τις επιχώσεις της (κεραμεική, νομίσματα κλπ.), η Μεγάλη Τούμπα που κάλυψε τη συστάδα των βασιλικών τάφων και σφράγισε τον συλημένο τάφο Ι και τα κατάλοιπα του «ηρώου», το οποίο βρίσκεται ακριβώς δίπλα του, κατασκευάστηκε πριν τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. Δηλαδή, το περιστατικό με τον νεκρό άνδρα που τοποθετήθηκε ή «απορρίφθηκε» μέσα στον συλημένο πια κιβωτιόσχημο τάφο Ι πρέπει να συνέβη ανάμεσα στο 276/5 και 250 π.Χ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάλογα φαινόμενα «απόρριψης» νεκρών ανδρών έχουν παρατηρηθεί και σε άλλους συλημένους τάφους των βασιλικών συστάδων των Αιγών και έχει ήδη προταθεί από τους ανασκαφείς η πιθανότητα να πρόκειται για τυμβωρύχους.
- Ο εν λόγω νεκρός δεν είναι καμένος, ωστόσο, όπως μαρτυρείται από τις αρχαίες πηγές και όπως έχει αποδειχθεί από τα πλουσιότατα ανασκαφικά ευρήματα, ήδη από τις αρχές του 6ου προχριστιανικού αιώνα, η καύση και μάλιστα σε μεγαλοπρεπείς πυρές συνοδεία προσφορών αποτελεί τον κανόνα για τους μακεδόνες βασιλείς, έθιμο που στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ και του Μεγαλέξανδρου έχει επεκταθεί και στους Εταίρους.
- Το επιχείρημα στο οποίο οι κ.κ. Α. Μπαρτσιώκας και Juan Luis Arsuaga στηρίζουν την ερμηνεία τους είναι η διαπίστωση τους ότι πρόκειται για άτομο ηλικίας περίπου 45 χρονών με τραύμα στο πόδι, ωστόσο ούτε η μέση ηλικία, ούτε η χωλότητα αποτελούν αποκλειστικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του Φιλίππου Β'. Αντίθετα τα ανασκαφικά δεδομένα καθιστούν απίθανη την προτεινόμενη ταύτιση του άνδρα, οστά του οποίου βρέθηκαν στον τάφο Ι, με τον Φίλιππο Β΄ και γενικότερα με κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας. Προφανώς ο τάφος ανήκει στη γυναίκα και το βρέφος που κατά τον πρώτο μελετητή των οστών καθηγητή J. Musgrave ήταν έμβρυο ή νεογέννητο, οπότε είναι πιθανόν η γυναίκα να πέθανε στη γέννα. Τη συσχέτιση με γυναίκα ενισχύει τόσο η θεματική των τοιχογραφιών -Αρπαγή της Περσεφόνης, Δήμητρα, Μοίρες- όσο και τα κτερίσματα που βρέθηκαν στον τάφο -κατάλοιπα κοσμημάτων, μυροδοχεία, μαρμάρινα αγγεία κοχύλια- αλλά και η παντελής έλλειψη όπλων ή θραυσμάτων όπλων.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου