Ποιός θα το φανταζόταν, πριν από μερικά χρόνια, ότι το γκρι, το πιο αποφορτισμένο ερωτικά χρώμα, θα συνδεόταν συνειρμικά με το πάθος; Κάπως έτσι έγινε, όμως, μέσα από μια σύγχρονη εκδοχή «Άρλεκιν», βουτηγμένη στο καυτερό ταμπάσκο που επιβάλλει η ηδονοβλεπτική εποχή μας. Μια εκδοχή που δανείστηκε τον τίτλο της από το όνομα του ήρωα (Grey) και παρέπεμψε συνειρμικά στις (50;) αποχρώσεις της μετέωρης συναισθηματικά ψυχής του. Μετά τον θρίαμβο του βιβλίου της Ε.Λ.Τζέιμς, που τελικώς έγινε τριλογία, ο δρόμος προς τη μεγάλη οθόνη ήταν μονόδρομος.
Η ταινία, λοιπόν, είναι εδώ, σκηνοθετημένη αξιοπρεπώς από την Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον, και- εννοείται- η έξοδός της παραμονές της γιορτής των απανταχού ρομαντικών δεν είναι τυχαία. Δεν ξέρω πόσο θεληματικό θα βρείτε το πηγούνι του μυστηριώδους κυρίου Κρίστιαν Γκρέι (δηλαδή του μοντέλου και ηθοποιού Τζέιμι Ντόρναν) αλλά η ιστορία που παίζεται ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό της ταινίας «50 αποχρώσεις του γκρι» είναι απολύτως οικεία σε όλους μας-και όχι μόνο στις πάλαι ποτέ αναγνώστριες των παραδοσιακών paperback ρομάντσων της δεκαετίας του ΄80.
Είναι η ιστορία του αρσενικού και του θηλυκού. Η ίδια που μας αφηγούνται αιώνες τώρα σαν παραμύθι κι αυτή που, ενδόμυχα, υποσυνείδητα και εννίοτε ενοχικά, περιμένουμε να επαληθευτεί ακόμα και τον 21ο αιώνα, όταν όλα μας φωνάζουν ότι γυναίκες και άντρες έχουν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια όσον αφορά τους περίφημους ρόλους τους. Είναι η ιστορία του αρσενικού που κατακτά και του θηλυκού που κατακτιέται. Και που, στο σύμπαν των «προχωρημένων» σεξουαλικών φαντασιώσεων, έχει τη δερμάτινη μυρωδιά των S/M μαστιγίων και των περίπλοκων κόμπων που μαρτυρούν ξεκάθαρα ποιός κυριαρχεί και ποιός υποτάσσεται.
Εκείνος, που λέτε, είναι ισχυρός: εκατομμυριούχος στα 27 (!) του, απρόσιτος συναισθηματικά (καθότι πληγωμένος παιδιόθεν, όπως μαθαίνουμε εμείς την ώρα που η ηρωίδα κοιμάται), αρχιτέκτονας ενός αυστηρά προσωπικού μικρόκοσμου αλλά κι ενός πολλά υποσχόμενου μυστικού δωματίου, το οποίο περιέργως τον απορροφά πολύ περισσότερο από τις επιχειρήσεις του. Για το γεγονός αυτό μάλλον ευθύνεται Εκείνη: η Αναστέιζια Στιλ (Ντακότα Τζόνσον), που γίνεται μία από τις λίγες εκλεκτές με δικαίωμα πρόσβασης στο εν λόγω κρυσφύγετο- το οποίο προορίζεται αποκλειστικά για την ευχαρίστηση της σάρκας και ουχί της καρδιάς, όπως ακριβώς και ο ιδιοκτήτης του.
Της το δηλώνει εξαρχής, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Διότι, δεν γίνεται ποτέ σαφές αν η Αναστέιζια είναι κατά βάθος ρομαντική, αλλά είναι σίγουρα αθώα και άβγαλτη ερωτικώς. Φοιτήτρια μεν, παρθένα δε. Τουτέστιν, σπάνια περίπτωση και για τον κύριο Γκρέι και για τον 21ο αιώνα (ο οποίος αιώνας βέβαια, αν το καλοσκεφτούμε, βρίθει φόβων και προφυλάξεων, τόσο στο σεξ όσο και στο συναίσθημα, άρα η απρόσμενη παρθενία της Αναστέιζια μπορεί να είναι και βαθιά συμβολική, τελικώς).
Τέλος πάντων, για να μη μακρηγορούμε, τα αντίθετα έλκονται αυτομάτως και ο Κρίστιαν αναλαμβάνει να την εισάγει στο πορφυρό σύμπαν της καθαρής ηδονής, όπου τα χάδια εναλλάσσονται με τον πόνο. Όμως η ηδονή δεν αργεί να «λεκιαστεί» από συναισθήματα- και από τις δύο πλευρές. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο, η σεξουαλική φαντασίωση μεταμορφώνεται σε συναισθηματική, για μεγάλο μέρος του γυναικείου κοινού: το οχυρό του κυρίαρχου αρσενικού γκρεμίζεται, οι ρόλοι αντιστρέφονται και το βαθύ κόκκινο γίνεται ροζ. Το πάθος γίνεται έρωτας και υπόσχεται αληθινή αγάπη.
Ακριβώς επειδή το στόρι του Κρίστιαν και της Αναστέιζια (και κάθε παρόμοιο στόρι) καταχωρίζεται ως «γυναικείου ενδιαφέροντος», οι «50 αποχρώσεις του γκρι» είναι ανοχύρωτες απέναντι στον αναγκαστικό , σχεδόν, σνομπισμό του ανδρικού κοινού απέναντι σε «κάτι τέτοια», που μάλλον θα βιαστεί να τις απορρίψει φωναχτά, είτε δει την ταινία είτε όχι.
Κατά τα άλλα, η ταινία βλέπεται ευχάριστα (και ακούγεται ευχάριστα, αφού το soundtrack είναι γεμάτο διαμαντάκια), αν παραβλέψει κανείς ότι, ενώ η λαχταριστή σαν φρέσκο κεράσι Ντακότα Τζόνσον γλιστράει σα γάντι στο ρόλο της, ο Τζέιμι Ντόρναν παραμένει μοντέλο γκλάμορους φωτογράφισης: μια ωραία δισδιάστατη εικόνα που δυσκολεύεται να θυμίσει τρισδιάστατο αρσενικό. Η χημεία τους είναι λιγότερο έντονη από όσο αναμενόταν και θα κάνει τις ωριμότερες σινεφίλ να αναπολήσουν το πυρ που εξέπεμπε το θρυλικό κινηματογραφικό ζευγάρι Μίκι Ρουρκ-Κιμ Μπέσιντζερ των «9 ½ Εβδομάδων».
Και, βεβαίως, θα το χαρείτε περισσότερο αν δεν παραδοθείτε άνευ όρων στις γαργαλιστικές υποσχέσεις που αναδύονται από τα υπονοούμενα εκείνου, από το (σεξουαλικά αναλυτικότατο) συμβόλαιο υποταγής που καλείται να υπογράψει εκείνη (κορυφαία σκηνή) και από τα kinky βοηθήματα που «συμπρωταγωνιστούν». Σεξ υπάρχει αλλά τίποτα σκοτεινά λάγνο δεν συμβαίνει. Το γυμνό είναι πολύ αλλά καλλιτεχνικά ιλουστρασιόν και το μαστίγιο βελούδινο. Έχει κι αυτό τη γοητεία του, αν θέλει κανείς κάτι ρομαντικό και μάλλον ανώδυνο.
Αν, πάλι, προτιμάτε βαθύτερες καταδύσεις στο ψυχολογικό δίπολο κυριαρχίας και παράδοσης, δείτε τη «Γραμματέα» του 2002.
‘Η περιμένετε το κινηματογραφικό sequel των «50 αποχρώσεων», που ίσως αποφασίσει να τολμήσει (και να πονέσει) περισσότερο.
real.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου