Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Η Ανμαρί Τζασίρ, όμορφη, λαμπερή και κυρίως δυναμική στην τέχνη της, έχει ήδη σημαδέψει για πάντα την κινηματογραφική ιστορία, καθώς η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, το «Salt of this sea» του 2008, επίσημη πρόταση της Παλαιστίνης για το Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, ήταν το πρώτο παλαιστινιακό φιλμ με την υπογραφή γυναίκας.

Η δεύτερη ταινία της, «Οταν σε είδα», αντιμετωπίζει κατάματα τη ζωή σε κατάσταση πολέμου, στρογγυλεύοντας όμως τις γωνίες, μια και ο κεντρικός ήρωας είναι ένα μικρό αγόρι με μοναδική επιθυμία την ασφάλεια του οικογενειακού του σπιτιού. Θα προβληθεί σε λίγο καιρό και στις ελληνικές αίθουσες. Προς το παρόν, όμως, η Ανμαρί Τζασίρ βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για την πρεμιέρα του φιλμ στο τμήμα των Ανοιχτών Οριζόντων. Και σκέφτεται να μείνει μια και, όπως λέει, αισθάνεται πια Ελληνίδα!

Η ταινία εκτυλίσσεται το 1967. Παρακολουθεί τον 11χρονο Παλαιστίνιο Τάρεκ, πρόσφυγα μαζί με τη μαμά του σ’ ένα προσωρινό στρατόπεδο στην Ιορδανία. Ο μικρός αρνείται να το βάλει κάτω. Αποφασίζει να διασχίσει τα σύνορα και να γυρίσει στο σπίτι του και στον μπαμπά του, που έχει χαθεί. Στην πορεία θα βρει παρέα και ασφάλεια σε μια ομάδα εκπαιδευόμενων Παλαιστίνιων ανταρτών που κρύβονται στο βουνό.

«Μου άρεσε η ιδέα να χρησιμοποιήσω ένα παιδί για ν’ αφηγηθώ την ιστορία εκείνης της εποχής», λέει η Τζασίρ, «γιατί μου δίνει την ελευθερία μιας “λυρικής” μετάφρασης των γεγονότων. Για να βρεις ανθρώπους απλούς και καθημερινούς, που πιστεύουν ότι μπορούν ν’ αλλάξουν τα πράγματα, πρέπει να ανατρέξεις στο παρελθόν. Πρόκειται για μια γενιά που θαυμάζω πολύ. Πίστεψαν στην ιδέα τους και, ακόμα περισσότερο, έκαναν πράξη την ελπίδα τους. Αλλά ταυτόχρονα τώρα πια όλοι γνωρίζουμε τι ακολούθησε, τι πήγε στραβά, πόσο μεγάλη ήταν η διαφθορά, πόσο έφυγε ο σκοπός από την πορεία του και οι Παλαιστίνιοι ακόμα περιμένουν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Ο Τάρεκ στην ταινία έχει μια ολοκάθαρη ματιά. Εμείς δεν μείναμε καθαροί».

Η Τζασίρ επιμένει ότι η ταινία της, παρότι μιλά περισσότερο σε όσους έχουν γνώση του παλαιστινιακού ζητήματος, ταυτόχρονα απευθύνεται σε όλους όσοι έχουν ζήσει μια απώλεια, ή απλώς την προσπάθεια για προσωπική ή πολιτική ανεξαρτησία: «Είναι μια ταινία ενάντια στα σύνορα, ενάντια στον διαχωρισμό μεταξύ ανθρώπων. Οπότε ελπίζω ότι μπορεί και να μιλήσει στους ανθρώπους που βρίσκονται στην “άλλη πλευρά”».

Για την ταυτότητά της ως της πρώτης γυναίκας σκηνοθέτιδας από την Παλαιστίνη, η Τζασίρ μιλά γελώντας: «Δεν το σκέφτομαι ποτέ. Ποιος νοιάζεται; Υπάρχουν ένα σωρό πρωτιές στον κόσμο. Σημασία έχει η σκληρή δουλειά, η ομάδα και το πείσμα να προχωρήσεις μπροστά. Σαν τον Τάρεκ, που με την παιδική του άγνοια κινδύνου, δεν θέλει παρά να προχωρά μπροστά».

Η ταινία της έχει αποκτήσει, σταδιακά, μεγάλο σύνδεσμο με την Ελλάδα. «Η καρδιά της ταινίας μου είναι ελληνική», λέει. «Η σχέση με την Ελλάδα ξεκίνησε όταν με το σενάριο της ταινίας συμμετείχαμε πριν από λίγα χρόνια στο forum συμπαραγωγών Crossroads στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Γυρίσαμε την ταινία και δεν είχαμε λεφτά να την ολοκληρώσουμε. Ομως κερδίσαμε το βραβείο post-production στο Φεστιβάλ κι αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε. Ηρθαμε στην Ελλάδα για να μείνουμε έναν μήνα και να κάνουμε το post production στην Graal και την Kodak, που μας προσέφεραν αυτές τις υπηρεσίες. Και μετά σκεφτήκαμε να δουλέψουμε μ’ έναν Ελληνα μοντέρ, οπότε ήρθε ο Πάνος Βουτσαράς στην ομάδα μας και τελικά ερωτευτήκαμε την Αθήνα, ερωτευτήκαμε την Ελλάδα».

Για την Τζασίρ, η εγγύτητα με την Ελλάδα ξεπερνά την απλή καλή συνεργασία. «Δεν επρόκειτο μόνο για τους τεχνικούς». εξηγεί. «Νιώσαμε ότι οι άνθρωποι καταλάβαιναν την ιστορία που θέλαμε να πούμε. Μείναμε στην Ελλάδα τελικά έξι μήνες, βρήκαμε ως συμπαραγωγό τη Faliro House του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου, που ήταν εξαιρετικός συνεργάτης, βρήκαμε Ελληνα διανομέα, τη Feelgood. Χτίσαμε μια ιδανική σχέση. Να πώς η ταινία μου συνδέεται με το ελληνικό σινεμά: και οι δυο χώρες μας δουλεύουν σε πείσμα της πραγματικότητας. Εμείς δουλεύουμε με κατοχή. Οι Ελληνες δουλεύουν με οικονομικές ελλείψεις. Κι οι σκηνοθέτες σας, παρά τις συνθήκες, κάνουν εκπληκτικές δουλειές, ωθούν τα όρια στα άκρα και φτιάχνουν κάτι καινούργιο. Οι σκηνοθέτες που κάνουν ταινίες σε χώρες όπου τίποτα δεν προσφέρεται εύκολα, πρέπει να σκέφτονται και να μάχονται περισσότερο. Γι’ αυτό αγαπήσαμε την Ελλάδα. Μια άφραγκη παλαιστινιακή ταινία βρήκε σωτηρία σε μια άφραγκη χώρα, επειδή υπάρχει κάτι που λέγεται σινεμά και μας φέρνει κοντά».
efsyn.gr

Categories:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Subscribe to RSS Feed Follow me on Twitter!