Η σκληρότητα του σύγχρονου εργοδοτικού συστήματος, η αχαλίνωτη φιλοδοξία ενός αδίστακτου γκάνγκστερ, η σκοτεινή ανάκτηση καταπιεσμένων αναμνήσεων, μια τρυφερή συμφιλίωση με τον χρόνο, τα μυστήρια ενός αινιγματικού τόπου και ένα ντροπιαστικό μάθημα ζωής για ενήλικους ξετυλίγονται στη μεγάλη οθόνη, αυτήν την εβδομάδα.
«Με τον “Νόμο της αγοράς”, θέλησα να καταπιαστώ με τη βιαιότητα του εργοδοτικού συστήματος σε σχέση με το ανθρώπινο στοιχείο, που παρατηρείται σε εκείνους, που βιώνουν την εργασιακή ανασφάλεια. Θα τη χαρακτήριζα πολιτική ταινία, με την έννοια του πώς εντάσσεται ο άνθρωπος στον αστικό ιστό ή στην ευρύτερη κοινωνία», εξηγεί ο Γάλλος σκηνοθέτης Στεφάν Μπριζέ για τη δραματική ταινία του, που απέσπασε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας για τον Βινσέν Λιντόν και την Ειδική Μνεία της Οικουμενικής Επιτροπής στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών, ενώ σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στη Γαλλία, κόβοντας περισσότερα από 1.000.000 εισιτήρια.
Με τους Βινσέν Λιντόν, Ίβ Ορί, Καρίν ντε Μιρμπέκ, Ματιέ Σκαλέρ, Ξαβιέ Ματιέ και Πολ Πορτολό, ένας απολυμένος εργάτης προσπαθεί να επιβιώσει στη σύγχρονη Γαλλία της υποβαθμισμένης εργατικής τάξης και των σκληρών εργοδοτικών πρακτικών. Αγωνίζεται να μην το βάζει κάτω και να αντιστέκεται, όμως αυτό που αντιμετωπίζει είναι το αδυσώπητο πρόσωπο ενός καπιταλιστικού συστήματος, που εκμηδενίζει συνεχώς τον εργαζόμενο.
Βασισμένη στο βιβλίο των Ντικ Λερ και Τζέραρντ Ο’ Νιλ, «Black Mass: The true story of an unholy alliance between the FBI and the Irish Mob», η αστυνομική ταινία του Σκοτ Κούπερ - με τους Τζόνι Ντεπ, Τζόελ Έντγκερντον, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Σιένα Μίλερ, Πίτερ Σάρσγκααρντ, Ντακότα Τζόνσον και Κέβιν Μπέικον - μας μεταφέρει στη Νότια Βοστόνη της δεκαετίας του ’70. Τα γεγονότα, που αποτυπώνονται, είναι η αληθινή ιστορία μιας ανίερης συμμαχίας, η οποία ξέφυγε από κάθε όριο, επιτρέποντας σε έναν Ιρλανδό μαφιόζο να διεισδύσει στους κύκλους της έννομης τάξης, να αποκτήσει έλεγχο και να γίνει ένας από τους πιο αδίστακτους και διαβόητους γκάνγκστερ στην ιστορία της Βοστόνης.
Σε μια απόπειρα να διερευνήσει τους δεσμούς αδελφοσύνης και πίστης, αλλά και την αχαλίνωτη φιλοδοξία, τη φιλαργυρία και την ύβρη που αποπροσανατολίζει συχνά τους ανθρώπους, θέλοντας να πει μια ιστορία όχι για εγκληματίες που είναι ανθρώπινοι, αλλά για ανθρώπους που έτυχε να γίνουν εγκληματίες, ο σκηνοθέτης εξηγεί: «Έχω την τάση να με προσελκύει η τραγικότητα και το ανθρώπινο στοιχείο. Αυτή η ταινία διαθέτει και τα δύο αυτά στοιχεία. Είναι σχεδόν σαιξπηρικής φύσεως και ασχολείται με θέματα, όπως η διαφθορά, η εξαπάτηση, η ύβρις. Αισθάνθηκα ότι αν τα “δέσω” όλα αυτά σε μία αφηγηματική γραμμή, το αποτέλεσμα θα είναι πολύ ενδιαφέρον για το κοινό».
Το θρίλερ του Αλεχάντρο Αμεναμπάρ αντλεί έμπνευση από μία σειρά συμβάντων στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του ’80. Με τον - υποψήφιο για Όσκαρ - Ίθαν Χοκ και τους Έμα Γουότσον και Ντέιβιντ Θιούλις, ένας ντεντέκτιβ ερευνά την υπόθεση μιας κοπέλας, η οποία κατηγορεί τον πατέρα της για ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Όταν αυτός το ομολογεί, χωρίς, όμως, να θυμάται το παραμικρό, επιστρατεύεται ένας ψυχολόγος, για να τον βοηθήσει να ανακτήσει τις καταπιεσμένες του αναμνήσεις. Έτσι, ένα τρομερό μυστήριο αποκαλύπτεται σιγά σιγά.
«Υπήρξε μία σειρά αληθινών φαινομένων, στην οποία η αστυνομική έρευνα, η συμβολή ψυχολόγων και οι δεισιδαιμονίες συνέκλιναν σε μια προσπάθεια να λυθεί το μυστήριο, που αποκαλούνταν “Σατανική Τελετουργική Κακοποίηση”» αναφέρει ο σκηνοθέτης. «Οι ισχυρισμοί και οι ομολογίες ήταν χιλιάδες, οικογένειες καταστράφηκαν, γεννήθηκε πανικός και χάος και, σε πολλές περιπτώσεις, οι επιπτώσεις ήταν ιδιαίτερα σκληρές στους κατηγορούμενους. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να τις μελετά κανείς από τον 21ο αιώνα. Κάποια από τα πράγματα, που συμβαίνουν στην ταινία, θα μπορούσαν να ανήκουν στο είδος του horror. Ωστόσο, το θεωρούμε ψυχολογικό θρίλερ με τόνους εγκληματικότητας».
Ο - βραβευμένος με Όσκαρ - Ιταλός σκηνοθέτης Πάολο Σορεντίνο επιστρέφει με τη δεύτερη αγγλόφωνη ταινία του, δημιουργώντας έναν ύμνο σε όλες τις αντιθέσεις που χρωματίζουν τη ζωή: νιάτα - γεράματα, ομορφιά - ασχήμια, ευφυΐα - ανοησία, δημιουργία - απραξία. Με πρωταγωνιστές τους - επίσης, βραβευμένους με Όσκαρ - Μάικλ Κέιν και Ρέιτσελ Βάις, τους - υποψήφιους για Όσκαρ - Χάρβεϊ Καϊτέλ και Τζέιν Φόντα και τους Πολ Ντέινο και Άλεξ ΜακΚουίν, το δράμα αυτό ήταν υποψήφιο για τον Χρυσό Φοίνικα του 68ου Φεστιβάλ Καννών και άνοιξε το πρόσφατο 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας. Ήρωές του είναι δύο 80άχρονοι άνδρες, οι οποίοι προσπαθούν να συμφιλιωθούν με το τέλος που έρχεται, παρατηρώντας με τρυφερότητα και περιέργεια τις ζωές των γύρω τους, από την απόσταση που τους δίνει η ηλικία τους.
Βλέποντάς την όχι σαν μια απαισιόδοξη ταινία, αλλά το ακριβώς αντίθετο, ο σκηνοθέτης σημειώνει: «Για μένα, ο χρόνος είναι το απόλυτο θέμα: το πώς περνά, πόσος μάς μένει, πόσος έχει ήδη περάσει. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον χρόνο. Πάνω από όλα, είναι η σχέση μας με το μέλλον και τα νιάτα, ακόμη κι όταν πια δεν είμαστε νέοι. Ίσως, την έκανα, για να ξορκίσω έναν φόβο, που, πιστεύω, όλοι έχουμε. Το πέρασμα του χρόνου με συναρπάζει πλέον, και αυτό, που μένει από την ταινία, είναι ότι όλοι μπορούν να βρουν μια στιγμή ελευθερίας, γιατί η ελευθερία είναι το μέλλον».
Τιμημένο με το βραβείο της FIPRESCI (Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου) για την καλύτερη ελληνική ταινία, στο 18o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή είναι μια περιπλάνηση στο χθες και το σήμερα της Αρκαδίας, ενός τόπου τόσο φορτισμένου με μύθους και αναφορές, που μοιάζει να κατοικεί σε ένα πεδίο, που δεν ανήκει αποκλειστικά στην σύγχρονη πραγματικότητα και που, ακόμα και σήμερα, τον ακολουθεί ο μύθος μια αινιγματικής επιγραφής: «Διαβάτη μην ζητάς εδώ, στα Αρκαδικά βουνά, τον θρύλο της αμέριμνης ζωής. Πέθανε ο Παν, και οι Σάτυροι δεν τριγυρνούν στα δάση. Γυμνό το Μαίναλο, βωμός του παρελθόντος μοιάζει. Κι όμως, θυμήσου. Πόσες φορές μας μήνυσες απαρνημένη φύση: μια μέρα, απ’ την αγάπη σας, ο Παν θα ξαναζήσει».
Ο σκηνοθέτης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σε ολόκληρη την Ελλάδα, υπάρχουν τόποι έντονα φορτισμένοι ιστορικά και συναισθηματικά. Ωστόσο, η Αρκαδία φέρει - μέσα και πάνω της - μύθους και ιστορίες, άγνωστες στους πολλούς. Υπάρχει ο μύθος της “Ευδαίμονος Αρκαδίας”, που ήρθε από τη Δύση. Πίστευαν πως, αν υπάρχει ένας επί Γης παράδεισος, αυτός είναι η Αρκαδία, ένας ονειρικός τόπος με κοινωνική δικαιοσύνη, μέτρο και άδολο έρωτα. Αυτήν την ιστορία δεν την καλοξέρουμε. Αλλά, στη Δύση, από τα ρωμαϊκά χρόνια μέχρι και την εποχή του Διαφωτισμού, το πίστευαν θερμά. Ακόμη και σήμερα, υπάρχει μια Ακαδημία στη Ρώμη, που λέγεται “Αρκαδία”. Πρέπει να βρούμε τα κομμάτια, που επαναφέρουν τη σχέση με τον τόπο μας στο προσκήνιο. Να ξαναβρούμε την ταυτότητά μας.
Φυλακίζοντας στιγμές στην απέραντη γραμμή του χρόνου, αποτυπώνοντας αποσπασματικές εικόνες μιας ένθεης φύσης, συνυφαίνοντας μύθους αλλοτινούς και ιστορικές μαρτυρίες, σταχυολογώντας θραύσματα και ψιθύρους, το κινηματογραφικό βλέμμα επιχειρεί να καταγράψει την ταυτότητα ενός τόπου, που συναντά και συναντιέται με τα μεγαλειώδη ερωτήματα της ζωής».
Η ταινία - ορόσημο του ιταλικού νεορεαλισμού, σκηνοθετημένη από τον Βιτόριο Ντε Σίκα, το 1946, ήταν η πρώτη ξενόγλωσση ταινία, που τιμήθηκε με Όσκαρ. Με τους Φράνκο Ιντερλένγκι, Ρινάλντο Σμορντόνι και Ανιέλο Μέλε, σχεδόν κάθε σκηνή αυτής της “παιδοκεντρικής” ταινίας είναι ένα - συχνά, ντροπιαστικό - μάθημα ζωής για ενήλικους και μια απαγγελία κατηγορίας εναντίον ενός συστήματος, που στραγγαλίζει εν τη γενέσει του ό,τι ευγενέστερο διαθέτει από τη φύση του ο άνθρωπος. Ήρωές της είναι δύο ανήλικα παιδιά, που εργάζονται ως λούστροι παπουτσιών. Το όνειρό τους να αποκτήσουν ένα άλογο γίνεται πραγματικότητα, αλλά και εφιάλτης, όταν ο αδερφός τού ενός τούς προσφέρει παράνομα χρήματα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε φυλακές ανηλίκων, όπου οι συνθήκες και οι καταστάσεις αντιστρέφουν την προγενέστερη φιλία σε αντιπαλότητα και εχθρότητα.
naftemporiki.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου