Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015


Ακόμα και μετά σχεδόν μισόν αιώνα ενδελεχών μελετών που έδειξαν ότι τα φάρμακα που μειώνουν την αρτηριακή πίεση προστατεύουν από εμφράγματα, εγκεφαλικά και θανάτους, οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακριβώς πώς πρέπει να την αντιμετωπίσουν. Πάνω από 58 εκατομμύρια Αμερικανοί λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα, αυτή όμως η θεμελιώδης ερώτηση παραμένει αναπάντητη.
«Ολοι γνωρίζουμε ότι η θεραπεία της υπέρτασης είναι ευεργετική, αλλά δεν γνωρίζουμε πόσο επιθετικοί πρέπει να είμαστε», λέει ο δρ Μάικλ Λόουερ, διευθυντής στο τμήμα καρδιαγγειακών επιστημών στο Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος των ΗΠΑ. Τα αποτελέσματα μιας μεγάλης και ενδελεχούς μελέτης, που ονομάζεται Σπριντ, αναμένονται το 2017. Σε αυτή την έρευνα, οι επιστήμονες παρακολούθησαν 9.000 ενηλίκους μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας με υψηλή αρτηριακή πίεση. Τυχαία, οι μισοί εξ αυτών ορίστηκαν να διατηρήσουν τη συστολική τους πίεση -δηλαδή τη μεγαλύτερη τιμή που αντιστοιχεί στην πίεση όταν η καρδιά συστέλλεται- κάτω από 120, ενώ οι υπόλοιποι κάτω από 140. Η μελέτη δεν θα καταγράψει μόνο τις καρδιακές προσβολές, τα εγκεφαλικά επεισόδια και τις ασθένειες των νεφρών, αλλά και τις επιπτώσεις στον εγκέφαλο. Μήπως οι άνθρωποι όταν έχουν χαμηλότερη πίεση σκέπτονται καλύτερα και αποφεύγουν την άνοια;
Εν τω μεταξύ, οι γιατροί καλούνται να πάρουν αποφάσεις μέσα σε ένα σύννεφο αβεβαιότητας. Τι συμβαίνει στην περίπτωση του 67χρονου Γκλεν Λόρενζεν, του οποίου η συστολική πίεση έφτασε στο τρομακτικό 220 τον Οκτώβριο; Μέχρι τον Δεκέμβριο, με φαρμακευτική αγωγή και απώλεια βάρους, κατάφερε να μειώσει την τιμή στο 124. Πρέπει να είναι ευχαριστημένος με αυτό; Πρέπει μήπως να στοχεύσει κάτω από το 120; Ή πρέπει να μειώσει ελαφρώς τα φάρμακα και να αφήσει την πίεσή του να ανέβει αργά προς το 140 ή ακόμα και το 150;
Μία σχολή σκέψης λέει ότι η αρτηριακή πίεση αυξάνεται με την ηλικία με σκοπό να ωθήσει περισσότερο αίμα προς τον εγκέφαλο. Μία άλλη σχολή υποστηρίζει ότι η υψηλή αρτηριακή πίεση βλάπτει τον εγκέφαλο, προκαλώντας πιθανώς «σιωπηλά» μίνι εγκεφαλικά. «Δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το σωστό», λέει ο Ντέιβιντ Ρεμπουσάν, βιοστατιστικός στο Πανεπιστήμιο Γουέικ Φόρεστ και κύριος ερευνητής πίσω από τη νέα αυτή εθνική μελέτη.
Η τάση στη γηριατρική είναι να αφήσεις την πίεση να ανέβει σταδιακά, αλλά όχι πάνω από 150, λέει ο δρ Αλφρεντ Τσενγκ, ένας εκ των ερευνητών, νεφρολόγος και καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα.
«Αυτό δεν βασίζεται σε απτά στοιχεία», λέει.
Η έλλειψη στοιχείων βρίσκεται στην καρδιά της αντιπαράθεσης, η οποία εν μέρει είναι προϊόν της εξέλιξης του τρόπου σκέψης γύρω από το ζήτημα της αρτηριακής πίεσης.
Οταν στη δεκαετία του 1950 εμφανίστηκαν στην αγορά τα πρώτα φάρμακα που «έριχναν» την πίεση, πολλοί γιατροί δεν γνώριζαν εάν πρέπει να τα συνταγογραφήσουν. Υπήρχε η αντίληψη ότι η συστολική πίεση πρέπει να είναι 100 «συν» την ηλικία του ανθρώπου.
Αυτή η άποψη καταρρίφθηκε το 1967, όταν μία ενδελεχής έρευνα που συνέκρινε κανονικά φάρμακα με εικονικά (πλασίμπο) διακόπηκε πρόωρα εξαιτίας του ότι εκείνοι που ακολουθούσαν φαρμακευτική αγωγή εμφάνισαν εξαιρετικά λιγότερα εγκεφαλικά και καρδιακές προσβολές. Τα φάρμακα θεμελιώθηκαν στην ιατρική πρακτική, και πιστώθηκαν με τη σωτηρία πολλών ζωών.
«Η γενική άποψη, λανθασμένα, ήταν ότι ενώ μεγαλώνεις, η συστολική πίεση είναι φυσικό να αυξάνεται» για να παρέχει περισσότερο αίμα στον εγκέφαλο, λέει ο δρ Ουίλιαμ Κούσμαν, επικεφαλής προληπτικής ιατρικής στο ιατρικό κέντρο βετεράνων του Μέμφις των ΗΠΑ.
Οι πρώτες επιστημονικές έρευνες για τη συστολική πίεση άρχισαν να δημοσιεύονται μετά το 1991, τα αποτελέσματα των οποίων έδειξαν γρήγορα ότι για να προληφθεί μια καρδιακή προσβολή, καρδιακή ανεπάρκεια ή κάποιο εγκεφαλικό, η θεραπεία πρέπει να στοχεύει στη διατήρηση της πίεσης σε επίπεδα κάτω από το 150. Σχεδόν καμία έρευνα δεν εξέτασε τα αποτελέσματα χαμηλότερων τιμών.
Ετσι οι γιατροί και εκείνοι που θεσπίζουν τις οδηγίες βρίσκονται μπροστά σε ένα αίνιγμα, λέει ο δρ Κούσμαν. «Η επιδημιολογία είναι συνεπής στο ότι έχοντας συστολική πίεση 120 ή χαμηλότερη, αυτό συνεπάγεται μειωμένη καρδιοαγγειακή θνησιμότητα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι η θεραπεία με φάρμακα ώστε να επιτευχθεί αυτή η τιμή προσφέρει τα ίδια οφέλη». Η ανησυχία έγκειται στο ότι τα φάρμακα έχουν πάντοτε περισσότερες επιδράσεις από εκείνη για την οποία χρησιμοποιούνται. Ετσι μία χαμηλή αρτηριακή πίεση, με τη χρήση φαρμάκων, δεν είναι απαραιτήτως ίδια με μία φυσικά χαμηλή πίεση.
Και ενώ οι οδηγίες των ειδικών σχετικά με τα ακριβή επίπεδα αρτηριακής πίεσης παρουσιάζουν αποκλίσεις, από 120 μέχρι 150, η προσέγγιση στη θεραπεία της συγκριτικά με αυτή της χοληστερίνης είναι επίσης πολύ διαφορετική.
Στις οδηγίες για την αντιμετώπιση της υψηλής χοληστερίνης λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός κίνδυνος καρδιακής προσβολής που διατρέχει ένας ασθενής. Στην περίπτωση όμως της αρτηριακής πίεσης, τουλάχιστον στις οδηγίες των ΗΠΑ, το μόνο σημαντικό στοιχείο είναι τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης και όχι άλλοι παράγοντες, όπως το οικογενειακό ιστορικό ή η τιμή της χοληστερίνης. Είναι ξεκάθαρο όμως ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν χαμηλότερο κίνδυνο από άλλους, ακόμα και εάν έχουν την ίδια αρτηριακή πίεση. Παρ’ όλα αυτά όλοι ακολουθούν την ίδια θεραπευτική μέθοδο. Μήπως θα έπρεπε αυτό να αλλάξει;
Τέτοιου είδους ανακολουθίες φέρνουν τους γιατρούς σε δύσκολη θέση. Ο γιατρός όμως του 65χρονου Τζόζεφ Μοσκίλο, ο δρ Μάικλ Γκαζιάνο, καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, λαμβάνει υπόψη του τον συνολικό κίνδυνο που διατρέχει ο ασθενής και είναι υπέρμαχος της απώλειας βάρους και της άσκησης, με σκοπό να ενισχυθεί η επίδραση της φαρμακευτικής αγωγής. Και ο ίδιος μάλιστα ακολουθεί τα παραπάνω στη ζωή του, ακολουθώντας μεσογειακή διατροφή, με λίγο κρέας, τρέχοντας και κάνοντας σκι αντοχής. Ο κ. Μοσκίλο, από το Μέντφορντ της Μασαχουσέτης, ο οποίος έπαθε καρδιακή προσβολή, κατάφερε να μειώσει την πίεσή του στο 150 από το 200. Ο δρ Γκαζιάνο πιστεύει ότι είναι προτιμότερο ο κ. Μοσκίλο, ο οποίος είναι περίπου 100 κιλά, να χάσει βάρος, παρά να αυξήσει τη φαρμακευτική αγωγή.
Τα αποτελέσματα της μελέτης Σπριντ μπορεί να επηρεάσουν τις καθημερινές αποφάσεις των γιατρών. «Εάν η Σπριντ δείξει ότι μία πίεση κάτω από 120 είναι ξεκάθαρα καλύτερη, αυτό θα αλλάξει ολόκληρο το τοπίο», λέει ο δρ Κούσμαν. Εάν όμως η έρευνα δείξει ότι το 120 δεν διαφέρει από το 140, «αυτό δεν θα προσθέσει κάτι σε αυτά που ξέρουμε σήμερα», λέει. Μία τρίτη πιθανότητα είναι, μία πίεση χαμηλότερη από 120 να είναι επιβλαβής. Λίγοι εικάζουν κάτι τέτοιο, όμως ο κ. Κούσμαν επισημαίνει ότι «ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις τα αποτελέσματα μιας μελέτης μέχρι να ανοίξεις τον φάκελο».
Categories:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Subscribe to RSS Feed Follow me on Twitter!