Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Στο 1 δισ. δολάρια έφθασαν τα έσοδα της εγκληματικής συμμορίας Carbanak που ήταν υπεύθυνη για τη μεγαλύτερη ληστεία στη μέχρι τώρα ιστορία του Internet. Στην έρευνα πήραν μέρος η Kaspersky Lab, η INTERPOL, η Europol καθώς και αρχές από διάφορες χώρες παγκοσμίως.

Οι ειδικοί που ασχολήθηκαν με την έρευνα, αναφέρουν ότι στη συμμορία συμμετείχαν ψηφιακοί εγκληματίες από τη Ρωσία, την Ουκρανία, άλλες χώρες της Ευρώπης και την Κίνα.

Από το 2013, οι εγκληματίες προσπάθησαν να επιτεθούν έως και σε 100 τράπεζες, συστήματα ηλεκτρονικών πληρωμών και άλλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς σε περίπου 30 χώρες.

Σύμφωνα με δεδομένα της Kaspersky Lab, στους στόχους της Carbanak περιλαμβάνονταν χρηματοοικονομικοί οργανισμοί στη Ρωσία, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, την Κίνα, την Ουκρανία, τον Καναδά, το Χονγκ Κονγκ, την Ταιβάν, τη Ρουμανία, τη Γαλλία, τη Νορβηγία, την Ινδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, το Πακιστάν, το Νεπάλ, το Μαρόκο, την Ισλανδία, την Ιρλανδία, την Τσεχία, την Ελβετία, τη Βραζιλία, τη Βουλγαρία και την Αυστραλία.

Στη λίστα δεν περιλαμβάνονται ελληνικές τράπεζες αλλά γενικότερα η Kaspersky Lab προτρέπει όλους τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς να ελέγξουν προσεκτικά τα δίκτυα τους για την πιθανή ύπαρξη του malware Carbanak και αν το εντοπίσουν, να αναφέρουν την εισβολή στις διωκτικές αρχές.

Εκτιμάται ότι τα μεγαλύτερα ποσά αποσπάστηκαν με το «χακάρισμα» τραπεζικών συστημάτων και την κλοπή 10 εκατομμυρίων δολαρίων σε κάθε «επιδρομή» της συμμορίας. Κατά μέσο όρο, κάθε ληστεία πραγματοποιούνταν σε 2 έως 4 μήνες, από τη στιγμή της προσβολής του πρώτου υπολογιστή στο εταιρικό δίκτυο μιας τράπεζας.

Οι ψηφιακοί εγκληματίες αποκτούσαν πρόσβαση σε υπολογιστές εργαζομένων μέσω τεχνικών spear-phishing, «μολύνοντας» τα θύματα με το malware Carbanak.

Έπειτα ήταν σε θέση να διεισδύσουν στο εταιρικό δίκτυο, να εντοπίσουν τους υπολογιστές των διαχειριστών και να προχωρήσουν σε παρακολούθηση μέσω video. Αυτό τους επέτρεπε να βλέπουν και να καταγράφουν ό,τι συνέβαινε στις οθόνες του προσωπικού που ασχολείτο με τα συστήματα μεταφοράς χρημάτων.

Με αυτό τον τρόπο, οι απατεώνες μπορούσαν να μάθουν μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια για τη δουλειά των εργαζομένων και να μιμηθούν τις δραστηριότητες του προσωπικού, ώστε να μεταφέρουν και να ρευστοποιήσουν χρηματικά ποσά.

Πως γίνονταν οι κλοπές

Όταν ερχόταν η ώρα να ρευστοποιήσουν τα ποσά που απέσπασαν από τις δραστηριότητες τους, οι απατεώνες χρησιμοποιούσαν online τραπεζικά συστήματα ή διεθνή συστήματα ηλεκτρονικών πληρωμών, για να μεταφέρουν τα χρήματα από τους τραπεζικούς λογαριασμούς στους δικούς τους. Σε αυτή την περίπτωση, τα κλεμμένα χρήματα καταθέτονταν σε τράπεζες στην Κίνα και την Αμερική. Οι ειδικοί δεν αποκλείουν την πιθανότητα κι άλλες τράπεζες, σε άλλες χώρες να χρησιμοποιούνταν ως «παραλήπτες».

Σε άλλες περιπτώσεις, οι ψηφιακοί εγκληματίες διείσδυαν απευθείας στην «καρδιά» των λογιστικών συστημάτων, «μολύνοντας» τα λογιστικά υπόλοιπα των λογαριασμών πριν αποσπάσουν τα έξτρα χρήματα, μέσω συναλλαγών απάτης. Για παράδειγμα, αν ένας λογαριασμός είχε 1.000 δολάρια, οι εγκληματίες άλλαζαν την αξία του σε 10.000 δολάρια και έπειτα μετέφερα τα 9.000 σε δικούς τους λογαριασμούς. Ο κάτοχος του λογαριασμού δεν υποπτευόταν ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα, γιατί το κεφάλαιο των 1.000 δολαρίων ήταν ακόμη εκεί.

Επιπλέον, οι εγκληματίες αποκτούσαν τον έλεγχο των ATM των τραπεζών και μέσω εντολών τα ρύθμιζαν, ώστε να δίνουν μετρητά σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα. Όταν η πληρωμή ολοκληρωνόταν, ένα από τα «πρωτοπαλίκαρα» της συμμορίας περίμενε δίπλα στο μηχάνημα για να πάρει τα λεφτά που προέρχονταν από την «εθελοντική» πληρωμή.

http://www.fpress.gr 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Subscribe to RSS Feed Follow me on Twitter!