Σε Μουσείο Τσιτσάνη θα μετατραπεί το κεντρικό κτήριο των παλαιών
φυλακών Τρικάλων, το οποίο ανάγεται στις αρχές του 20ού αιώνα, έπειτα
από την ένταξή του στο ΕΣΠΑ Θεσσαλίας.
Το έργο «Δημιουργία κέντρου έρευνας Βασίλης Τσιτσάνης» είναι προϋπολογισμού 2.816.109 ευρώ και η συγχρηματοδότησή του γίνεται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, με ποσοστό 85%. Στόχος του έργου είναι η αποκατάσταση της δομικής ενίσχυσης του κτηρίου, η οποία θα εξασφαλίσει τη φυσική διατήρηση του μνημείου. Η αποκατάσταση του κτηρίου - σε συνδυασμό και με το παρακείμενο τέμενος - θα διαμορφώσει μια σφαιρική εικόνα της αρχιτεκτονικής εκείνης της εποχής στην περιοχή.
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών θα αποδοθεί στο κοινό ένας χώρος με διαχρονικότητα και πολυπολιτισμικότητα: ένας αμιγώς αρχαιολογικός χώρος με οργανωμένη αρχιτεκτονική και ιστορική δομή στο ισόγειο και ένας χώρος με αναφορές στη μουσική δημιουργία Τρικαλινών συνθετών στον πάνω όροφο, που θα αποτελούν ξεχωριστές οντότητες, με βελτιωμένες συνθήκες επισκεψιμότητας και θα συμβάλουν στην τουριστική προβολή της πόλης αλλά και στην ανάπτυξη του τοπικού περιφερειακού χώρου.
Το έργο αποτελείται από δύο υποέργα. Το ένα είναι το «Προστασία - ανάδειξη στο κτήριο παλαιών φυλακών Τρικάλων», προϋπολογισμού 1.000.000 ευρώ, το οποίο θα υλοποιηθεί με αυτεπιστασία από την 19η Ε.Β.Α., ενώ το δεύτερο υποέργο αφορά την «Επανάχρηση κεντρικού κτηρίου παλαιών φυλακών Τρικάλων - Κέντρο Έρευνας Βασίλης Τσιτσάνης», προϋπολογισμού 1.816.109 ευρώ, το οποίο θα υλοποιηθεί από το Δήμο Τρικκαίων.
Δικαιούχος του έργου είναι το υπουργείο Πολιτισμού. Με συναφθείσα προγραμματική σύμβαση μεταξύ Υπουργείου Πολιτισμού, Δήμου Τρικκαίων και Περιφέρειας Θεσσαλίας επιμερίζεται η αρμοδιότητα υλοποίησης του έργου. Ειδικότερα, το 1ο υποέργο υλοποιείται από την 19η ΕΒΑ Τρικκαίων, ενώ το 2ο υποέργο από τον Δήμο Τρικκαίων.
Βασίλης Τσιτσάνης
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 και μεγάλωσε ως μέλος μιας εξαμελούς οικογένειας (τρία αγόρια και ένα κορίτσι). Όταν ο Ηπειρώτης πατέρας του, που έπαιζε με το μαντολίνο του κλέφτικα τραγούδια, πέθανε το 1926, ο 11άχρονος τότε Βασίλης Τσιτσάνης άρχισε να ασχολείται με το μαντολίνο αυτό, το οποίο μετέτρεψε σε μπουζούκι, και γυρνούσε τα μαγαζιά της περιοχής, ώστε να συμπληρώνει το εισόδημα της οικογένειάς του.
Το φθινόπωρο του 1936 ο Τσιτσάνης επισκέπτεται την Αθήνα για να σπουδάσει Νομική, αλλά γρήγορα στρέφεται στη μουσική. Η πρώτη του εμφάνιση είναι σε ηλικία 22 χρόνων στο μαγαζί «Μπιζέλια», ενώ σύντομα γνωρίζεται με τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πηγαίνει στην Odeon, όπου και ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια.
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, το 1938, ο Τσιτσάνης ηχογραφεί ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, την «Αρχόντισσα». Στην Κατοχή ανοίγει το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, και ηχογραφεί - εκείνη την περίοδο - ορισμένες μόνο από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Μπαξέ Τσιφλίκι», «Νύχτες Μαγικές», «Όταν συμβεί στα πέριξ» κ.ά.). Το τέλος του Εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αναγνώριση του Βασίλη Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του αρχίζουν και ακούγονται πλέον πιο ελεύθερα, ενώ ο ίδιος γίνεται ο πρωτοπόρος του λεγόμενου «αρχοντορεμπέτικου», του πρόδρομου του λαϊκού τραγουδιού.
δημιουργίες του τραγούδησαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Μαμβακάρης, ο Στέλιος Κερομύτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ενώ συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές όπως οι Καζαντζίδης, Μπέλλου, Μπιθικώτσης, Διονυσίου, Γαβαλάς, Αγγελόπουλος, Γκρέυ, Πάνου, Λαμπράκη, Κοκότας, Μαρίκα Νίνου κ.ά.. Ο Βασίλης Τσιτσάνης πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου του 1984 στο Λονδίνο, ενώ εμφανιζόταν ακόμη στο «Χάραμα», στην Καισαριανή.
http://www.thestival.gr
Το έργο «Δημιουργία κέντρου έρευνας Βασίλης Τσιτσάνης» είναι προϋπολογισμού 2.816.109 ευρώ και η συγχρηματοδότησή του γίνεται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, με ποσοστό 85%. Στόχος του έργου είναι η αποκατάσταση της δομικής ενίσχυσης του κτηρίου, η οποία θα εξασφαλίσει τη φυσική διατήρηση του μνημείου. Η αποκατάσταση του κτηρίου - σε συνδυασμό και με το παρακείμενο τέμενος - θα διαμορφώσει μια σφαιρική εικόνα της αρχιτεκτονικής εκείνης της εποχής στην περιοχή.
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών θα αποδοθεί στο κοινό ένας χώρος με διαχρονικότητα και πολυπολιτισμικότητα: ένας αμιγώς αρχαιολογικός χώρος με οργανωμένη αρχιτεκτονική και ιστορική δομή στο ισόγειο και ένας χώρος με αναφορές στη μουσική δημιουργία Τρικαλινών συνθετών στον πάνω όροφο, που θα αποτελούν ξεχωριστές οντότητες, με βελτιωμένες συνθήκες επισκεψιμότητας και θα συμβάλουν στην τουριστική προβολή της πόλης αλλά και στην ανάπτυξη του τοπικού περιφερειακού χώρου.
Το έργο αποτελείται από δύο υποέργα. Το ένα είναι το «Προστασία - ανάδειξη στο κτήριο παλαιών φυλακών Τρικάλων», προϋπολογισμού 1.000.000 ευρώ, το οποίο θα υλοποιηθεί με αυτεπιστασία από την 19η Ε.Β.Α., ενώ το δεύτερο υποέργο αφορά την «Επανάχρηση κεντρικού κτηρίου παλαιών φυλακών Τρικάλων - Κέντρο Έρευνας Βασίλης Τσιτσάνης», προϋπολογισμού 1.816.109 ευρώ, το οποίο θα υλοποιηθεί από το Δήμο Τρικκαίων.
Δικαιούχος του έργου είναι το υπουργείο Πολιτισμού. Με συναφθείσα προγραμματική σύμβαση μεταξύ Υπουργείου Πολιτισμού, Δήμου Τρικκαίων και Περιφέρειας Θεσσαλίας επιμερίζεται η αρμοδιότητα υλοποίησης του έργου. Ειδικότερα, το 1ο υποέργο υλοποιείται από την 19η ΕΒΑ Τρικκαίων, ενώ το 2ο υποέργο από τον Δήμο Τρικκαίων.
Βασίλης Τσιτσάνης
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 και μεγάλωσε ως μέλος μιας εξαμελούς οικογένειας (τρία αγόρια και ένα κορίτσι). Όταν ο Ηπειρώτης πατέρας του, που έπαιζε με το μαντολίνο του κλέφτικα τραγούδια, πέθανε το 1926, ο 11άχρονος τότε Βασίλης Τσιτσάνης άρχισε να ασχολείται με το μαντολίνο αυτό, το οποίο μετέτρεψε σε μπουζούκι, και γυρνούσε τα μαγαζιά της περιοχής, ώστε να συμπληρώνει το εισόδημα της οικογένειάς του.
Το φθινόπωρο του 1936 ο Τσιτσάνης επισκέπτεται την Αθήνα για να σπουδάσει Νομική, αλλά γρήγορα στρέφεται στη μουσική. Η πρώτη του εμφάνιση είναι σε ηλικία 22 χρόνων στο μαγαζί «Μπιζέλια», ενώ σύντομα γνωρίζεται με τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πηγαίνει στην Odeon, όπου και ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια.
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, το 1938, ο Τσιτσάνης ηχογραφεί ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, την «Αρχόντισσα». Στην Κατοχή ανοίγει το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, και ηχογραφεί - εκείνη την περίοδο - ορισμένες μόνο από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Μπαξέ Τσιφλίκι», «Νύχτες Μαγικές», «Όταν συμβεί στα πέριξ» κ.ά.). Το τέλος του Εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αναγνώριση του Βασίλη Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του αρχίζουν και ακούγονται πλέον πιο ελεύθερα, ενώ ο ίδιος γίνεται ο πρωτοπόρος του λεγόμενου «αρχοντορεμπέτικου», του πρόδρομου του λαϊκού τραγουδιού.
δημιουργίες του τραγούδησαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Μαμβακάρης, ο Στέλιος Κερομύτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ενώ συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές όπως οι Καζαντζίδης, Μπέλλου, Μπιθικώτσης, Διονυσίου, Γαβαλάς, Αγγελόπουλος, Γκρέυ, Πάνου, Λαμπράκη, Κοκότας, Μαρίκα Νίνου κ.ά.. Ο Βασίλης Τσιτσάνης πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου του 1984 στο Λονδίνο, ενώ εμφανιζόταν ακόμη στο «Χάραμα», στην Καισαριανή.
http://www.thestival.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου