Οι χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εισαγωγή τροφίμων τους φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς στην αστάθεια και τα επεισόδια επισιτιστικών κρίσεων σε σχέση με τις χώρες εξαγωγής.
Καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός και η ζήτηση τροφίμων αυξάνονται, η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου έχει καταστήσει τον εφοδιασμό τροφίμων πιο ευαίσθητο στις περιβαλλοντικές αλλαγές και τις διακυμάνσεις της αγοράς, αναφέρει νέα διεθνής έρευνα.
Αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερες πιθανότητες για επισιτιστικές κρίσεις, ιδιαίτερα σε χώρες όπου το γόνιμο έδαφος και οι υδάτινοι πόροι είναι περιορισμένοι και ως εκ τούτου, η ασφάλεια των τροφίμων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές.
Η ερευνητική ομάδα από τα Πανεπιστήμια της Βιρτζίνια και της Πάντοβα και το Πολυτεχνείο της Λωζάννης αξιολόγησε τη διαθέσιμη παροχή τροφίμων σε περισσότερες από 140 χώρες με πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου και αποκάλυψε ότι η επισιτιστική ασφάλεια γίνεται ολοένα και πιο επιρρεπής σε διαταραχές στη δημογραφική ανάπτυξη, καθώς η ανθρωπότητα ασκεί αυξανόμενη πίεση στις περιορισμένες εκτάσεις και τους υδάτινους πόρους.
«Κατά τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε μια εντατικοποίηση του διεθνούς εμπορίου τροφίμων και μία αύξηση του αριθμού των χωρών που εξαρτώνται από τις εισαγωγές τροφίμων», δήλωσε ο Πάολο Ντ’Οντορίκο, καθηγητής περιβαλλοντικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια.
«Κατά μέσο όρο, περίπου το ένα τέταρτο των τροφίμων που τρώμε βρίσκεται στη διάθεσή μας μέσω του διεθνούς εμπορίου. Αυτή η παγκοσμιοποίηση των τροφίμων συμβάλει στο να μεταφέρονται οι επιδράσεις των τοπικών διαταραχών και κρίσεων στην παραγωγή τροφίμων σε όλο τον κόσμο».
Η επισιτιστική ασφάλεια κατά κανόνα ορίζεται ως η συνεχής διαθεσιμότητα και πρόσβαση σε επαρκή ποσότητα τροφής, σύμφωνα με τον Ντ’Οντορίκο.
Ο Ντ’Οντορίκο και η ομάδα του χρησιμοποίησαν υπολογιστικά μοντέλα για να εξομοιώσουν το παγκόσμιο δίκτυο εμπορίου τροφίμων μεταξύ του 1986 και του 2011, σε συνδυασμό με ένα κλασσικό μοντέλο αύξησης του πληθυσμού, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους περιορισμούς της διαθεσιμότητας των τροφίμων μέσω της εγχώριας παραγωγής και του εμπορίου, και στη συνέχεια εξέτασαν την ανταπόκριση του συστήματος σε διαταραχές.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η συνδυασμένη δυναμική του πληθυσμού και της πρόσβασης σε τρόφιμα γίνεται όλο και λιγότερο ανθεκτική και περισσότερο επιρρεπής σε αστάθεια.
Οι χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εισαγωγή τροφίμων τους φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς στην αστάθεια και τα επεισόδια επισιτιστικών κρίσεων σε σχέση με τις χώρες εξαγωγής.
Πηγή: naftemporiki.gr
Καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός και η ζήτηση τροφίμων αυξάνονται, η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου έχει καταστήσει τον εφοδιασμό τροφίμων πιο ευαίσθητο στις περιβαλλοντικές αλλαγές και τις διακυμάνσεις της αγοράς, αναφέρει νέα διεθνής έρευνα.
Αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερες πιθανότητες για επισιτιστικές κρίσεις, ιδιαίτερα σε χώρες όπου το γόνιμο έδαφος και οι υδάτινοι πόροι είναι περιορισμένοι και ως εκ τούτου, η ασφάλεια των τροφίμων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές.
Η ερευνητική ομάδα από τα Πανεπιστήμια της Βιρτζίνια και της Πάντοβα και το Πολυτεχνείο της Λωζάννης αξιολόγησε τη διαθέσιμη παροχή τροφίμων σε περισσότερες από 140 χώρες με πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου και αποκάλυψε ότι η επισιτιστική ασφάλεια γίνεται ολοένα και πιο επιρρεπής σε διαταραχές στη δημογραφική ανάπτυξη, καθώς η ανθρωπότητα ασκεί αυξανόμενη πίεση στις περιορισμένες εκτάσεις και τους υδάτινους πόρους.
«Κατά τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε μια εντατικοποίηση του διεθνούς εμπορίου τροφίμων και μία αύξηση του αριθμού των χωρών που εξαρτώνται από τις εισαγωγές τροφίμων», δήλωσε ο Πάολο Ντ’Οντορίκο, καθηγητής περιβαλλοντικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια.
«Κατά μέσο όρο, περίπου το ένα τέταρτο των τροφίμων που τρώμε βρίσκεται στη διάθεσή μας μέσω του διεθνούς εμπορίου. Αυτή η παγκοσμιοποίηση των τροφίμων συμβάλει στο να μεταφέρονται οι επιδράσεις των τοπικών διαταραχών και κρίσεων στην παραγωγή τροφίμων σε όλο τον κόσμο».
Η επισιτιστική ασφάλεια κατά κανόνα ορίζεται ως η συνεχής διαθεσιμότητα και πρόσβαση σε επαρκή ποσότητα τροφής, σύμφωνα με τον Ντ’Οντορίκο.
Ο Ντ’Οντορίκο και η ομάδα του χρησιμοποίησαν υπολογιστικά μοντέλα για να εξομοιώσουν το παγκόσμιο δίκτυο εμπορίου τροφίμων μεταξύ του 1986 και του 2011, σε συνδυασμό με ένα κλασσικό μοντέλο αύξησης του πληθυσμού, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους περιορισμούς της διαθεσιμότητας των τροφίμων μέσω της εγχώριας παραγωγής και του εμπορίου, και στη συνέχεια εξέτασαν την ανταπόκριση του συστήματος σε διαταραχές.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η συνδυασμένη δυναμική του πληθυσμού και της πρόσβασης σε τρόφιμα γίνεται όλο και λιγότερο ανθεκτική και περισσότερο επιρρεπής σε αστάθεια.
Οι χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εισαγωγή τροφίμων τους φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς στην αστάθεια και τα επεισόδια επισιτιστικών κρίσεων σε σχέση με τις χώρες εξαγωγής.
Πηγή: naftemporiki.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου