Κάποτε ένας άνδρας σήκωνε το τηλέφωνο και ζητούσε από μια γυναίκα
να βγουν για φαγητό. Αυτό οριζόταν ως ραντεβού. Οι κανόνες ήταν απλοί.
Εκείνη παρήγγελνε σαλάτα, εκείνος έκανε πως ξέρει από κρασιά. Εκείνος
πλήρωνε το λογαριασμό, εκείνη ήταν ωραία ντυμένη. Εκείνος προσποιούνταν
πως την ακούει, εκείνη προσπαθούσε να μη φαίνεται απελπισμένη για σχέση.
Εκείνη το έπαιζε δύσκολη, εκείνος το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς θα
έβρισκε δικαιολογία για να την καλέσει σπίτι του για ποτό αμέσως μετά το
δείπνο.
Κάποια στιγμή οι γυναίκες ανεξαρτητοποιήθηκαν, ίσως νωρίτερα απ'
όσο μπορούσαν να χωνέψουν οι άνδρες, και άρχισαν να στέλνουν εκείνες SMS
γεμάτα υπονοούμενα μέχρι να πάρουν το πράσινο φως και να του ζητήσουν
εκείνες να βγουν για φαγητό. Άρχισαν να πληρώνουν εκείνες το λογαριασμό,
ή έστω το δικό τους μισό, και τα περιοδικά έχυναν τόνους μελάνι για το
τι ακριβώς πρέπει να κάνει μια ανεξάρτητη και μοιραία γυναίκα την ώρα
του λογαριασμού. Αν πρέπει να φάει σαλάτα, για να δείξει πόσο αδύνατη
είναι, ή μπριζόλα, για να δείξει ότι είναι γυναίκα με όρεξη. Με πολλή
όρεξη. Για όλα. Μετά οι γυναίκες άρχισαν να κάνουν σεξ από το πρώτο
ραντεβού προκειμένου να διαπιστώσουν αν αξίζει τον κόπο να πουν ναι και
σε ένα δεύτερο ή έχαναν το χρόνο τους. Οι κανόνες ανατράπηκαν, τέθηκαν
νέα ερωτήματα και ορίστηκαν καινούργια «πρέπει» και «μη»: ξύρισε τα
πόδια σου, μην ξυρίζεις τα πόδια σου. Φόρεσε μαύρα εσώρουχα, μη φορέσεις
εσώρουχα. Να τηλεφωνήσεις εσύ πρώτη την επόμενη μέρα ή να περιμένεις
εκείνον να κάνει το πρώτο βήμα; Μέσα σε πόσο χρόνο μετά το πρώτο
ραντεβού πρέπει να τηλεφωνήσει ένας άνδρας για να μη φανεί απελπισμένος;
ΙΝ ΑΝ ΟPEN RELATIONSHIP
Και μετά άρχισαν τα likes. Τα retweet. Τα LOL και -δυστυχώς για
ορισμένες περιπτώσεις- τα checked in. Την ώρα που η καθημερινότητα
προσπαθεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των social media, το Facebook
και το Twitter γύρισαν τον κόσμο των ραντεβού ανάποδα, αλλάζοντας το πώς
γνωριζόμαστε, τι γνωρίζουμε για τον άλλο πριν τον συναντήσουμε, πώς
επικοινωνούμε μαζί του μέχρι να κανονίσουμε τη συνάντηση. Η κοινωνική
δικτύωση κατάφερε να κάνει αυτό που πάμπολλοι ερωτύλοι προσπαθούσαν για
δεκαετίες: να θολώσει τα νερά για το τι ακριβώς σημαίνει ραντεβού ή
ακόμα και σχέση.
Τα ραντεβού δεν γράφονται πια σε ατζέντα, εντοπίζονται στο GPS του
Google Map. Δεν αφορούν πλέον δείπνο, κουβεντούλα, μετά ποτό και μετά
φιλί για καληνύχτα στην εξώπορτα. Μόνο ποτό. Μόνο σε μπαρ. Μόνο μέσα σε
πολύ κόσμο. Και μόνο ανάμεσα σε φίλους. Δεν υπάρχει φιξαρισμένη μέρα ή
ώρα, μόνο ένα SMS ή mail «Πού είστε; (εσύ και όλες οι φίλες σου εννοεί).
Εμείς (δηλαδή εγώ και όλοι μου οι φίλοι) είμαστε εδώ, θέλεις να
περάσεις;» Tα ραντεβού δεν αφορούν πλέον έναν άνδρα και μια γυναίκα αλλά
ολόκληρες παρέες.
Η ίδια η λέξη ραντεβού τείνει να εξαφανιστεί. Έχει ήδη
αντικατασταθεί από ένα ασαφές «να βρεθούμε». Άνδρες και γυναίκες μιας
ολόκληρης γενιάς, οι «μιλένιαλς», όσοι δηλαδή γεννήθηκαν ανάμεσα στο
1983 και το 1995, έμαθαν τι σημαίνει σχέση και ραντεβού μέσα από το
κινητό, αφού έτσι κι αλλιώς όλη τους η επικοινωνία με τον έξω κόσμο
περνάει από αυτό. Έμαθαν να είναι προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο,
ανά πάσα ώρα και στιγμή, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σκάσει το επόμενο
message και για πού θα είναι η πρόσκληση. Ή πού θα κάνει check in
τελικά ο καλός ο κόσμος και πού θα μεταφερθεί σε χρόνο dt η αποψινή
έξοδος. Όλα παίζουν. Γι' αυτό και τους φαίνεται αδιανόητο να φιξάρουν
μια συγκεκριμένη ώρα και ένα συγκεκριμένο μέρος. Για τον ίδιο λόγο δεν
μπορούν να «φιξάρουν» μια σχέση. Δεν έχουν ακριβώς σχέση. Βλέπουν
κάποιον. Υπάρχει κάτι. Γίνεται φάση. It's complicated. Άνδρες και
γυναίκες βρίσκονται σε ένα μόνιμο λίμπο, ανάμεσα σε πρώτο ραντεβού ή έξω
για ποτό, τα έχουμε ή δεν τα έχουμε, είμαστε μαζί ή δεν είμαστε.
ACCEPT ΚΑΙ BLOCK
Παρ' ότι αυτή η ίδια γενιά αφήνει όλο τον κόσμο να δει τις
φωτογραφίες που τράβηξε το καλοκαίρι στην παραλία με το μαγιό ή
ανακοινώνει στους πάντες πώς αισθάνεται αυτήν τη στιγμή, σε έναν κόσμο
που τίποτα δεν είναι σταθερό και δεν χρειάζεται να συναντήσεις πρόσωπο
με πρόσωπο κάποιον για να του πεις τα νέα σου, το να μιλήσεις στο
τηλέφωνο, να προτείνεις έξοδο για φαγητό ή να μοιραστείς τα συναισθήματά
σου μοιάζει με τεράστιο ρίσκο. Αν τύχει και ο δρόμος τους βγάλει και
τους δύο στο ίδιο μέρος, καλώς, αν όχι, κανείς δεν πληγώνεται.
Ακόμα και αν τύχει να βρεθούμε, αμέσως μετά την πρώτη συνάντηση,
εκείνο το πρώτο διάστημα που κανείς από τους δύο δεν ξέρει αν ο άλλος
θέλει να ξανασυναντηθούν μπορεί να παραταθεί για πάντα από την ατελείωτη
ανταλλαγή SMS. Κανείς από τους δύο δεν περιμένει να χτυπήσει το
τηλέφωνο, απλώς παρακολουθεί το timeline, κάνει κάποιο comment, πάντα
διφορούμενο, αναρωτιέται αν πρέπει να στείλει αίτημα φιλίας στο Facebook
ή να αποδεχτεί τον άλλο αντίστοιχα, και δεν τολμάει να πει ευθέως αν
ενδιαφέρεται ή όχι για το δεύτερο «να βρεθούμε». Κάπως έτσι θα κυλήσει
όλη η σχέση, όποια και αν είναι αυτή. Μέσα σε ένα θολό «κάτι είμαστε
αλλά δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τι ακριβώς». Είναι λοιπόν πολύ
πιθανό να βρεθούμε να νομίζουμε ότι έχουμε σχέση με κάποιον επειδή απλώς
κοιμόμαστε μαζί. Να πιστεύουμε ότι έχουμε σχέση παρ' ότι δεν έχουμε καν
βγει ένα παραδοσιακό, κανονικό ραντεβού, όπου θα είμαστε οι δυο μας και
μόνο οι δυο μας. Η παρατεταμένη ανταλλαγή mails, SMS, likes κ.λπ. με
κάποιον τον κάνει να φαίνεται διαθέσιμος ακόμα κι όταν δεν είναι. Το
ίδιο και η ανάγκη μας να διαβάζουμε ανάμεσα στις γραμμές αυτά που
θέλουμε. Συχνά το λάθος το κάνουμε εμείς οι ίδιες, καθώς αρνούμαστε να
βάλουμε πλαίσια σε μια σχέση, φοβούμενες την απόρριψη. Η εικόνα της
απελπισμένης που περιμένει πάνω από το τηλέφωνο να χτυπήσει δεν μας πάει
και φροντίζουμε να την αντικαταστήσουμε με ελεύθερες και ωραίες
χαριτωμενιές μέσω του Facebook. Κανείς δεν εκτίθεται αλλά και κανείς δεν
δεσμεύεται.
Γενικώς το να γράφεις είναι πιο ασφαλές από το να μιλάς. Γράφοντας
αφήνεις μεγαλύτερο χώρο στη φαντασία. Και όταν τελικά δύο άνθρωποι
συναντηθούν είναι πολύ πιο πιθανό να απογοητευτούν. Όλοι έχουμε μια τάση
να γεμίζουμε τα προφίλ μας στα social media με φωτογραφίες, posts,
φίλους και σχόλια που μας κάνουν να δείχνουμε ενδιαφέροντες. Το προφίλ
μας είναι ο προσωπικός μας PR. Τα σχόλιά μας στο Twitter αφορούν
περισσότερο τι θα ήθελαν οι άλλοι να διαβάσουν από εμάς ή τι θα θέλαμε
εμείς να γίνουμε. Πλέον έχουμε δύο ταυτότητες, την on line και την off
line.
Το εξίσου σημαντικό πρόβλημα που δημιουργείται είναι πώς
ξεφορτώνεσαι από τη ζωή σου κάποιον με τον οποίο συναντήθηκες αλλά δεν
σου αρέσει πλέον. Κάποτε ήταν πολύ πιο απλό. Χανόσαστε στον ορίζοντα ένα
ηλιοβασίλεμα. Τώρα τον έχουμε ήδη αποδεχτεί ως φίλο στο Facebook, ο
αριθμός του κινητού του έχει περαστεί αυτόματα σε όλες τις Επαφές μας
και έχει καταχωρηθεί και στο iCloud. Κατ' αρχάς και μόνο από ευγένεια
διστάζουμε να τον διαγράψουμε (άλλωστε δεν μας έκανε και τίποτα κακό).
Ενίοτε δεν ξέρουμε και πώς. Αποτέλεσμα: θα βλέπουμε ένα κακό ραντεβού
για πάντα στο timeline μας. Και όταν βρεθούμε σε μια αδύναμη στιγμή,
βαρεμάρας ή μοναξιάς, ο πειρασμός να επικοινωνήσουμε ξανά μαζί του είναι
εκεί μπροστά μας. Αν και με τόσους φίλους και followers και τόσες οψιόν
ανοιχτές, δύσκολα θα βαρεθούμε ή θα νιώσουμε μοναξιά.
Ταυτόχρονα, και ενώ η ζωή μας είναι τόσο γεμάτη μηνύματα και mails
και φίλους και φίλους φίλων, αναρωτιόμαστε γιατί δεν μπορούμε να έχουμε
μια «κανονική» σχέση. Μια σχέση όπου ο ένας θα μπορεί να αποκαλεί τον
άλλο αγόρι ή κορίτσι του, σύντροφό του ή μωρό του ή ό,τι τέλος πάντων
χαϊδευτικό δίνει τη σήμερον ημέρα ο κόσμος στον έρωτά του. Ή γιατί οι
σχέσεις μας μοιάζουν να ξεθυμαίνουν πολύ-πολύ γρήγορα και έχουν τη
διάρκεια ενός comment. Η ταχύτητα με την οποία εναλλασσόμαστε από social
media σε social media και από προφίλ σε group chat και instagram
hashtag μας έχει κάνει να δυσκολευόμαστε να συγκεντρωθούμε σε ένα πράγμα
τη φορά. Να μην μπορούμε να δώσουμε χώρο και χρόνο σε κάποιον άνθρωπο
ώστε να μας δείξει ποιος πραγματικά είναι.
ΠΑΡΤΕ ΤΟ ΜΗΔΕΝ
Γράφοντας μηνύματα των 140 χαρακτήρων, αυτό που τελικά μαθαίνουμε
είναι πώς να μην εμπλεκόμαστε συναισθηματικά. Πώς να παραμερίζουμε τα
αρνητικά και να προσεγγίζουμε καθετί επιφανειακά. Όμως το να
αντιμετωπίζουμε τα δυσάρεστα συναισθήματα και να μην τα αποφεύγουμε
είναι η βασική αρχή για να ωριμάσουμε, να μεγαλώσουμε συναισθηματικά.
Αντί να αναρωτιόμαστε γιατί ποτέ δεν είχαμε ουσιαστική σχέση με
κάποιον φαίνεται πως πρέπει να κάνουμε restart και να το πάρουμε από την
αρχή το ζήτημα: τι δεν είναι ραντεβού; Το να προτείνεις σε κάποιον να
βρεθείτε για ποτά μετά τη δουλειά. Το να κάνεις follow up επί τρεις
μήνες με e-mails. Το να συναντιέστε μετά τα μεσάνυχτα επειδή βρεθήκατε
σε κοντινά μπαρ. Το να κοιμάστε μαζί επειδή κάπως σας ήρθε εκείνη την
ώρα, μιλούσε το ποτό. Τι είναι ραντεβού; Να δηλώσεις σε κάποιον πως
θέλεις να τον συναντήσεις επειδή σου αρέσει. Να σηκώσεις το τηλέφωνο και
να βρεις το κουράγιο να το πεις. Να πάτε για φαγητό ή ποτό ή καφέ οι
δυο σας, μια συγκεκριμένη ημέρα, μια συγκεκριμένη ώρα, σε ένα χώρο που
θα έχετε συμφωνήσει από πριν. Και μετά να αποφασίσεις αν θέλεις να τον
ξαναδείς ή όχι. Και να το πεις ευθέως.
tanea.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου